(του Βασίλη Τακτικού)
Μία από τις βασικές αιτίες της φτωχοποίησης του πληθυσμού και της ανεργίας, καθώς και η ανεπάρκεια από υπηρεσίες υγείας και κοινωνικής φροντίδας είναι οι ανενεργοί ανθρώπινοι και οι υλικοί πόροι που δεν αξιοποιούνται τοπικά από το τον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Τέτοιοι αναξιοποίητοι χώροι (σχολάζουσες γαίες, δημόσια κτίρια, δάση ) και από την άλλη πλευρά οι ανενεργοί ανθρώπινοι πόροι, υψηλή ανεργία στους νέους, και μεγάλες ανάγκες για κοινωνικές υπηρεσίες είναι οι αντιφάσεις που μπορεί να λύσει η κοινωνική οικονομία που δίνει έμφαση στον βιοπορισμό και όχι στην κερδοσκοπία.
Υπάρχουν δηλαδή, σε μεγάλη έκταση ανενεργοί υλικοί και ανθρώπινοι πόροι τους οποίους η ιδιωτική επιχειρηματικότητα δεν έχει ενδιαφέρον να αναπτύξει ούτε ο δημόσιος τομέας να κινητοποιήσει . Λαμβάνοντας, βέβαια υπόψη ότι οι πόροι και το κοινωνικό κράτος δεν επαρκούν για να καλύψουν όλες τις αυξανόμενες ανάγκες πρόνοιας και κοινωνικής φροντίδας.
Κι αυτό συμβαίνει δεδομένου ότι, η αυξανόμενη φορολογία στην οποία στηρίζεται το κοινωνικό κράτος έχει φθάσει στα υψηλότερα όρια, που πνίγει τις μικρές επιχειρήσεις με αποτέλεσμα την αδυναμία να καλύψει τις ολοένα αυξανόμενες κοινωνικές ανάγκες. Από την άλλη η αυξανόμενη ανεργία λόγω τεχνολογικών εξελίξεων είναι αιτία του οικονομικού και κοινωνικού αποκλεισμού και δημιουργεί μια κατάσταση που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί σε βάθος χρόνου μόνο από το κοινωνικό κράτος.
Η αυξανόμενη προσφορά προϊόντων δεν προκαλεί την αντίστοιχη ζήτηση από τους καταναλωτές καθόσον οι μισθοί και τα εισοδήματα περιορίζονται.
Έτσι, προκύπτει η αδράνεια των πόρων στο επίπεδο κάλυψης βασικών αναγκών διατροφής, στέγης και κοινωνικής μέριμνας. Είναι από τις βασικές αιτίες του προβλήματος καθήλωσης της οικονομικής δραστηριότητας. Το κράτος και η αγορά δεν μπορούν να καλύψουν το σύνολο των αναγκών της κοινωνίας. Η συμπληρωματικότητα της κοινωνικής οικονομίας, μέσα από την ορθολογική προσέγγιση αξιοποίησής των ανενεργών πόρων από τις κοινωνικές επιχειρήσεις, είναι βέβαιο ότι μπορεί να καλύψει το κενό και θα ωφελούσε τόσο το δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό τομέα, με δεδομένη τη διεύρυνση της απασχόλησης και της κατανάλωσης. Ακριβώς γιατί η συμπληρωματικότητα θα έχει θετικές επιδράσεις περεταίρω στο επίπεδο της μαζικής κατανάλωσης αλλά και στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Έτσι διεκδικώντας το μειωμένο κόστος συναλλαγών προκύπτει η ανάγκη της ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας.
Πολλοί παραδέχονται ότι η πολιτική των επιδομάτων σε ανθρώπους που έχουν την ικανότητα να εργαστούν δεν είναι η σωστή κοινωνική λύση. Η σωστή πολιτική κατά γενική παραδοχή είναι ο παρεμβατισμός για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Επομένως, ο επιθυμητός στόχος θα πρέπει πάντα να είναι σε σχέση με τα κατάλληλα κίνητρα η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας που διευρύνει την απασχόληση. Κι αυτό μπορούν να πετύχουν οι κοινωνικές επιχειρήσεις με βάση το μειωμένο κόστος συναλλαγών.
Οι επιδοτήσεις από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, μπορούν να δίνονται ώστε να καλύπτουν ένα μέρος του εργατικού κόστους των εργαζομένων, σε κοινωνικές επιχειρήσεις ως μόχλευση κινητοποίησης αδρανών ανθρώπινων πόρων.
Αυτό θα πρέπει να είναι το ζητούμενο και το αίτημα προς κάθε κυβέρνηση από την πλευρά της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αλλά και από τις οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών με στόχο να ενισχυθούν οι κοινωνικές επιχειρήσεις.
Οι συνέργειες τοπικής αυτοδιοίκησης κοινωνικών επιχειρήσεων και «Κοινωνικές Αναπτυξιακές Συμπράξεις»
Η τοπική Αυτοδιοίκηση έχει στην κυριότητά της, τους κοινόκτητους χώρους όπως αναφερθήκαμε και σε άλλα σημεία. Κατέχει δημοτικές γαίες, Βουνά, δάση, ποτάμια, θαλάσσιες ακτές, πλατείες και κτίρια. Πρόκειται για υλικούς πόρους που αντικειμενικά ανήκουν στους πολίτες. Αυτούς τους πόρους περιορισμένα μόνο μπορεί να αξιοποιήσει με τις δημοτικές επιχειρήσεις ενώ απεναντίας είναι δυνατόν ν΄αξιοποιηθούν σε μεγαλύτερη κλίμακα μέσα από συνέργειες δημοτικών επιχειρήσεων και κοινωνικών επιχειρήσεων.
Καταρχήν στο τομέα της ενέργειας, μέσα από τις ενεργειακές κοινότητες (Ενεργιακούς συνεταιρισμούς) μπορεί να προχωρήσει σε μεγάλη κλίμακα αξιοποιώντας τις νέες τεχνολογίες, για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μειώνοντας δραστικά μέχρι εως και 70% το κόστος ηλεκτρικού ρεύματος σε κάθε τοπική κοινότητα, επιχείρηση και νοικοκυριό.
Στον τομέα της αγροδιατροφικής τοπικής αυτάρκειας, παρέχοντας εκτάσεις και υποστήριξη με υποδομές στους κοινωνικούς αγροτικούς συνεταιρισμούς μπορεί να βελτιωθεί το τοπικό εισόδημα και τοπική αυτάρκεια.
Στον τομέα υγείας- κοινωνικής φροντίδας, δημιουργώντας υποδομές για κοινωνικές επιχειρήσεις Υγείας και κοινωνικής φροντίδας, ενισχύοντας την προληπτική υγεία, την κοινωνική μέριμνα και καταπολέμηση της φτώχειας.
Στον τομέα περιβάλλοντος, παράλληλα με την οικοπροστασία, να αξιοποιήσει το φυσικό περιβάλλον, με την πράσινη επιχειρηματικότητα στη διαχείριση δασών και οικοσυστημάτων.
Στον τομέα του διαδικτύου και της ψηφιακής εργασίας, ενισχύοντας πρωτοβουλίες για Κέντρα Συμβουλευτικής Ψηφιακής Εξυπηρέτησης Πολιτών, με στόχο την υποστήριξη νέων κοινωνικών επιχειρήσεων.
Στον τομέα της κοινωνικής κατοικίας, προσφέροντας εκτάσεις και οικιστικές υποδομές σε οικιστικούς συνεταιρισμούς.
Στον τομέα της πολιτιστικής επιχειρηματικότητας όπου υπάρχει παράδοση παρεμβατισμού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Π.χ πολιτιστικά πάρκα αναψυχής και ψυχαγωγίας στο πλαίσιο της κοινωνικής επιχειρηματικότητας.
Μία τέτοια προσέγγιση στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης απαιτεί καταρχήν να υπάρχει μία πολιτική ατζέντα της κοινωνικής οικονομίας. Συγκεκριμένα κονδύλια στον ετήσιο προϋπολογισμό και καταγραφή των διαθέσιμων πόρων για την κοινωνική επιχειρηματικότητα.
Δημιουργία Ατζέντας παρεμβάσεων της Τ.Α.
Καταγραφή και σχεδιασμός αξιοποίησης ανενεργών πόρων
Συνεργατικά δίκτυα αλληλεγγύης
Συμμετοχικές διαδικασίες συγκέντρωσης κοινωνικού και διανοητικού κεφαλαίου.
Δομές διαχείρισης και διάδοσης της γνώσης.
Υπηρεσίες συμβουλευτικής- mentoring
Με βάση ένα τοπικό όραμα και σχέδιο ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας είναι αναγκαία η απογραφή των ανενεργών πόρων και των αναγκών σε κάθε Δήμο. Ώστε να είναι γνωστές οι διαθέσιμες υλικές υποδομές, στην τοπική κοινωνία και αυτό να λειτουργήσει ως διαγνωστικό εργαλείο των Δημοτικών Συμβουλίων και άλλων τοπικών φορέων, προκειμένου να αναλάβουν πρωτοβουλίες για την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της περιοχής.
Μία άλλη προϋπόθεση για την ανάπτυξη της κοινωνικής Οικονομίας στην τοπική αυτοδιοίκηση είναι τα δημοτικά δίκτυα κοινωνικής οικονομίας σε Εθνικό και Ευρωπαϊκό επίπεδο, για να μπορούν να στηριχθούν θεσμικά οι πρωτοβουλίες.
Το περίπλοκο έργο της κινητοποίησης των ανθρώπινων πόρων και της δικτύωσης των κοινωνικών επιχειρήσεων από όλες τις πλευρές – πολίτες, καταναλωτές, επαγγελματίες, παραγωγούς, κοινωνικούς φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι απαραίτητο να εξυπηρετείται από ένα σύστημα δικτύωσης και οργάνωσης. Συνεπώς, θα λέγαμε πως έχουμε να κάνουμε με ένα ανοικτό κάλεσμα στις τοπικές συλλογικότητες ώστε να συμετάσχουν στην κοινωνική επιχειρηματικότητα με την υποστήριξη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Υπάρχουν Χιλιάδες οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών σε κάθε χώρα που προσφέρουν έμπρακτη βοήθεια σε άστεγους, ναρκομανείς, μετανάστες, υπερήλικες, αναπήρους και διάφορες ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Χωρίς όμως πολλές φορές να υπάρχει ένα τοπικό σχέδιο που θα αυξάνει τις δυνατότητες παρέμβασης. Στο βαθμό όμως η κοινωνική οικονομία υπάρχει στην ατζέντα, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, μπορούν κινητοποιηθούν περισσότεροι ανθρώπινοι και υλικοί πόροι.
Κι αυτό αντικειμενικά μπορεί να γίνει μόνο μέσα από τις δομές της κοινωνικής οικονομίας και τη κοινωνική επιχειρηματικότητας καθώς, αυτή η μορφή επιχειρηματικότητας εξασφαλίζει μειωμένο κόστος παραγωγής και μειωμένο κόστος συναλλαγών. Τέλος, το μειωμένο κόστος είναι το θεμέλιο για τη βιωσιμότητα σε τομείς που δεν δύναται να ανταποκριθεί η ιδιωτική επιχειρηματικότητα και η μισθωτή εργασία.
Εν κατακλείδι ο δημοτικός παρεμβατισμός, για την στήριξη των κοινωνικών επιχειρήσεων, μπορεί να μειώσει το κόστος κοινωφελών υπηρεσιών, να δημιουργήσει τοπική απασχόληση εκεί που το κράτος και η αγορά αδυνατούν, να μειώσει το κόστος συναλλαγών και να εξασφαλίσει βιωσιμότητα υπηρεσιών εκεί που δεν υπάρχει άλλη διέξοδος. Βάσει αυτού του θεσμικού πλαισίου και της συνέργειας με την Τοπική Αυτοδιοίκηση, οι οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών μπορούν να αποκτήσουν ένα πιο δυναμικό ρόλο όπου να καθίστανται, σε εθνικό τουλάχιστον επίπεδο, ισότιμος συνομιλητής στον κοινωνικό διάλογο, αναφορικά με τη κατανομή των πόρων και ειδικότερα του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου.
Τελικός στόχος είναι να ενισχυθεί το κοινωνικό εισόδημα και ο λεγόμενος «κοινωνικός μισθός» των δημοτών με παροχές σε υπηρεσίες ως αντίρροπο σε μια εποχή φθίνουσας ζήτησης της μισθωτής εργασίας και ακρίβειας, σε βασικά αγαθά βιοπορισμού.