Στην εποχή μας, η μάθηση αντιμετωπίζεται από τους πολίτες ως εφόδιο για την εξασφάλιση της ποιότητας και της επάρκειας του βίου τους. Ειδικότερα το ενεργό ή εν δυνάμει εργατικό δυναμικό πρέπει να εφοδιάζεται συνεχώς με νέες γνώσεις ώστε να ανταποκρίνεται στις όλο και πιο ανταγωνιστικές διεθνείς συνθήκες. Στο πλαίσιο αυτό, η δια βίου μάθηση παρουσιάζεται ως μία νέα πρόσληψη της παιδείας, που θα μας βοηθήσει να μπούμε με τις καλύτερες προϋποθέσεις και εφόδια σε μία νέα εποχή.

Το όραμα και οι αρχές της δια βίου μάθησης, όπως αυτές διατυπώνονται στο «Σχέδιο Εθνικού Προγράμματος» που διαμόρφωσε το ελληνικό Υπουργείο Παιδείας, συγκλίνουν στην επιδίωξη ένταξης της Ελλάδας στη λίστα των πρωτοπόρων ευρωπαϊκών κρατών ως κοινωνία της γνώσης, ως χώρα της οποίας το ανθρώπινο δυναμικό αποτελείται από τους πλέον ανταγωνιστικούς εργαζόμενους και ενεργούς πολίτες της γηραιάς ηπείρου.

Η σύνδεση του εκπαιδευτικού συστήματος με την απασχόληση είναι μία πραγματική σημερινή αναγκαιότητα, αλλά και μία μεγάλη πρόκληση για το μέλλον. Ως αναγκαιότητα, η απόκτηση συνεχούς εκπαίδευσης θεωρείται το μόνο εχέγγυο διασφάλισης μιας ομαλής εξέλιξης στον επαγγελματικό και κοινωνικό βίο. Η γνώση σήμερα, περισσότερο από ποτέ, θεωρείται δύναμη προόδου, μέσο ασφάλειας. Η δια βίου μάθηση συμβάλλει στη διαμόρφωση ενεργών και ενημερωμένων πολιτών με κριτική σκέψη και δημιουργική διάθεση. Είναι αλήθεια άλλωστε, ότι η δημοκρατία έχει ανάγκη από πολίτες, που συμμετέχουν ενεργώς στα κοινά, που ξέρουν να μαθαίνουν και να ξεμαθαίνουν. Στη σύγχρονη εποχή αν ο πολίτης δε σταθεί απέναντι στη ροή των πραγμάτων, αν δεν αναλογιστεί τον εαυτό του ως μέρος του συνόλου, κινδυνεύει να παρασυρθεί από αυτό και από τις εκάστοτε επιταγές που προβάλλονται ως αναγκαίες. Το νόημα βρίσκεται στη συμμετοχή του στη μάθηση, στα κοινά, σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής, με αυτόνομο τρόπο, στηριγμένο στις ανάγκες και ικανότητες του κάθε ενός, στη μοναδικότητά του. Διότι τελικά, η ιδιαιτερότητα του καθενός, η οποία δεν πιστοποιείται με κανενός τύπου έγγραφο, όταν ανταμώνει με αυτές των συνανθρώπων μας, δημιουργεί την αναγκαία στην εποχή μας «ισχύ εν τη ενώσει».

Βασικά στοιχεία διαχείρισης γνώσης

A. Διαδικασίες διαχείρισης γνώσης

Η διαχείριση γνώσης εστιάζει στην συστηματική υποστήριξη όλων των στοιχείων και μορφών γνώσης των οργανισμών και των εργαζομένων, καθώς και στη συνεχή διάθεση, ανανέωση και αξιοποίησή τους για τη μεγιστοποίηση των ωφελειών και των κερδών που προκύπτουν από αυτούς (knowledge assets). Θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε πως η διαχείριση γνώσης συμβάλει στη μεταφορά της κατάλληλης γνώσης στα κατάλληλα άτομα, την κατάλληλη χρονική στιγμή, αυξάνοντας τις πιθανότητες να ληφθούν οι σωστές αποφάσεις. Η διαχείριση γνώσης περιλαμβάνει τον εντοπισμό και ανάλυση της ήδη υπάρχουσας αλλά και της απαιτούμενης γνώσης, καθώς και τον επακόλουθο σχεδιασμό και έλεγχο όλων των ενεργειών που απαιτούνται για την ανάπτυξη των γνωστικών πόρων (knowledge assets) προκειμένου να υλοποιηθούν οι στόχοι του οργανισμού.

Προκειμένου να αυξηθεί η αξία της γνώσης και να μετασχηματιστεί αυτή σε πολύτιμο οργανωσιακό πόρο, η γνώση και όλες οι μορφές της όπως οι θεωρητικές γνώσεις, η τεχνογνωσία, η εμπειρία, κ.τ.λ. πρέπει -στο βαθμό που είναι εφικτό- να τυποποιηθούν, να διανεμηθούν, να διαμοιρασθούν και τέλος να χρησιμοποιηθούν. Η διαχείριση γνώσης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος οποιασδήποτε επιχειρηματικής στρατηγικής η οποία χρησιμοποιεί τις ανθρώπινες ικανότητες για να δημιουργήσει ένα μακροπρόθεσμο και αειφόρο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στο σύγχρονο επιχειρηματικό περιβάλλον.

Η διαχείριση γνώσης περιλαμβάνει πολλές διαδικασίες:
• Δημιουργία ή απόκτηση. Η γνώση δημιουργείται ή συλλέγεται από εργαζόμενους γνώσης (knowledge workers).
• Τροποποίηση. Η γνώση τροποποιείται προκειμένου να καλύψει άμεσες ή μελλοντικές ανάγκες.
• Χρήση. Η γνώση χρησιμοποιείται για κάποιο συγκεκριμένο, χρήσιμο σκοπό.
• Αρχειοθέτηση. Η γνώση αποθηκεύεται σε συγκεκριμένη μορφή (format) και διατηρείται στο χρόνο έτσι ώστε να είναι προσβάσιμη και χρήσιμη για μελλοντική χρήση από το προσωπικό του οργανισμού (κωδικοποίηση).
• Μεταφορά. Μεταφορά γνώσης από άτομα σε άτομα ή/και από τόπο σε τόπο.
• Μετάφραση / επαναπροσδιορισμός σκοπού. Η γνώση μεταφράζεται από την αρχική της μορφή σε μια μορφή η οποία είναι καταλληλότερη για την επίτευξη ενός νέου στόχου.
• Πρόσβαση χρήστη. Παροχή περιορισμένης πρόσβασης στους εργαζόμενους ανάλογα με τη θέση που κατέχουν στην εταιρία ή τις ανάγκες τους.
• Διάθεση. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ποιες πληροφορίες/γνώσεις πρέπει να διατηρούμε και ποιες όχι.
Στο πλαίσιο της πρακτικής διαχείρισης γνώσης, οι εν λόγω διαδικασίες μπορούν να ομαδοποιηθούν σε πιο γενικές οι οποίες είναι καταλληλότερες για τις διαδικασίες που χρησιμοποιεί ο εκάστοτε οργανισμός.
Αν και τα όρια μιας διαδικασίας διαχείρισης γνώσης από μια άλλη είναι θολά λόγω της ιδιαίτερης φύσης της γνώσης και της συνεχούς δυναμικής της, θεωρείται ότι υπάρχουν δύο βασικές κατηγορίες διαδικασιών διαχείρισης γνώσης:

1. Παραγωγή γνώσης. Συμπεριλαμβάνει τη διατύπωση ή περιγραφή της απαιτούμενης γνώσης, την ατομική και ομαδική μάθηση, την απόκτηση πληροφοριών, την αξιολόγηση της απαιτούμενης γνώσης και την οργανωσιακή γνώση.

2. Ενσωμάτωση γνώσης. Περιλαμβάνει τη μετάδοση γνώσης, την αναζήτηση/ανάκτηση, τη διδασκαλία, τη διαμοίραση γνώσης και τη διανεμημένη οργανωσιακή βάση γνώσεων.

B. Το Σύστημα διαχείρισης γνώσης

Ο όρος «σύστημα» στο πεδίο της διαχείρισης γνώσης δεν αναφέρεται απλώς σε μια συλλογή συστατικών στοιχείων όπως, για παράδειγμα, στα μηχανικά συστήματα. Αντιθέτως, θα μπορούσε να οριστεί ως μια ομάδα αντικειμένων που αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο, μαζί με τις μεταξύ τους διασυνδέσεις συμπεριλαμβανομένων και των δεσμών με το περιβάλλον τους (organisational context). Το σύστημα θα πρέπει να έχει συγκεκριμένους στόχους και συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.

Τα Συστήματα Διαχείρισης Γνώσης (Σ.Δ.Γ.) μελετώνται συχνά στη βιβλιογραφία από την τεχνολογική τους σκοπιά, με έμφαση στις τεχνολογίες πληροφορικής. Ωστόσο, η πραγματική φύση και η αρχική τους προέλευση προέκυψε από συστήματα ανθρώπινης δραστηριότητας (human activity). Τα Σ.Δ.Γ. στηρίζονται σε ανθρώπινες δραστηριότητες που σχετίζονται με τη γνώση (δημιουργία, μεταφορά κ.τ.λ.) αλλά περιλαμβάνουν υποσυστήματα είτε τεχνολογικής είτε οργανωσιακής φύσης. Δηλαδή, η πραγματική φύση των ΣΔΓ είναι κοινωνικοτεχνική (sociotechnical). Ο σκοπός των εν λόγω τεχνολογικών και οργανωσιακών ή δομικών υποσυστημάτων είναι απλά να διευκολύνουν (enablers) τη λειτουργία του συστήματος ανθρώπινων δραστηριοτήτων.

Από κοινωνικοτεχνικής απόψεως, υπάρχουν τα ακόλουθα τρία επίπεδα ΣΔΓ:

Υλικοτεχνική Υποδομή (Infrastucture): παρέχει τα υλικά συστατικά για την επικοινωνία μεταξύ των μελών μιας οργάνωσης ή ενός δικτύου.
Πληροφοριακή Υποδομή (Infostructure): αφορά τους εδραιωμένους κανόνες που διέπουν την επικοινωνία και την ανταλλαγή πληροφοριών και γνώσης εντός του ανθρώπινου δικτύου (οργανισμός). Παρέχει τους γνωστικούς πόρους, όπως χρήση μεταφορών και κοινής γλώσσας που χρησιμοποιούνται για να είναι η επικοινωνία κατανοητή.
Πληροφοριακή κουλτούρα (Infoculture): αφορά την υπάρχουσα κοινή γνώση (background knowledge) η οποία θεωρείται ως δεδομένη και η οποία είναι ενσωματωμένη στις κοινωνικές σχέσεις και στην καθημερινή εργασία του προσωπικού. Πολλές φορές η πληροφοριακή κουλτούρα μπορεί να δημιουργεί περιορισμούς στην διαμοίραση γνώσης και πληροφοριών.

Πρέπει να αναφερθεί πως πολύ συχνά οι περισσότερες τεχνολογίες που απαιτούνται για τη διαχείριση γνώσης υπάρχουν ήδη σε έναν οργανισμό. Ωστόσο, είναι απαραίτητο να γίνουν προσπάθειες για την αποτελεσματική τους ενσωμάτωση.

Στο σχεδιασμό ενός ΣΔΓ θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ακόλουθες βασικές αρχές που χαρακτηρίζουν την ουσιαστική φύση αυτών των συστημάτων:
• Η αποτελεσματική διαχείριση γνώσης απαιτεί υβριδικές λύσεις που συνδυάζουν τον ανθρώπινο αλλά και τον τεχνολογικό παράγοντα.
• Η διαχείριση γνώσης απαιτεί ειδικούς. Είναι απαραίτητη η ηγεσία.
• Διαχείριση γνώσης σημαίνει βελτίωση του τρόπου εργασίας.
• Η διαχείριση γνώσης δεν τελειώνει ποτέ γιατί η γνώση έχει συνεχή δυναμική.
• Η διαχείριση γνώσης χρειάζεται κάποιου είδους συμβόλαιο γνώσης (knowledge contract). Παράδειγμα αποτελούν τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας ή οι κανονισμοί στις συμβάσεις του προσωπικού.
• Η διαχείριση γνώσης πολλές φορές απαιτεί κάποιου είδους κατάρτιση.
• Η πρακτική εφαρμογή της διαχείριση γνώσης εξαρτάται (σε κάποιο βαθμό) από την χρησιμοποιούμενη τεχνολογία.
• Η διαχείριση γνώσης είναι στην ουσία μια συνεχή διαδικασία και όχι ένα προϊόν.

Η εργαλειακή διαχείριση της γνώσης στο διαδίκτυο

Υπάρχουν πάρα πολλές αναφορές και δημοσιεύσεις, συγγράμματα και πραγματείες για τη γνώση και τη διαχείριση της πληροφορίας. Η πληροφορία όμως και η γνώση πότε είναι περισσότερο χρήσιμη; Πώς μπορεί να αξιοποιηθεί για έναν η περισσότερους σκοπούς και για απαντήσεις, επιλύσεις σε προβλήματα; Επίσης, ποια δομή θα πρέπει να έχει στην παρουσίασή της προκειμένου να μπορεί να ενταχθεί και να είναι διακριτή σε ευρύτερο περιβάλλον για να χρησιμοποιηθεί για σύνθεση, σαν ένας κρίκος σε αλυσίδα νέας γνώσης ή προϊόντος – εργαλείου; Τέλος, πότε είναι καλύτερα αξιοποιήσιμη ως στοιχείο διάδοσης, διάχυσης (φιλική, κατανοητή);

Όταν πληρεί τις προϋποθέσεις αυτές θα λέγαμε ότι έχει προστιθέμενη αξία, διότι είναι εργαλειακή, δηλαδή, αποτελεί μια μορφή απάντησης σε μία ή περισσότερες ερωτήσεις.

Το ενεργητικό και το παθητικό της γνώσης

Η γνώση σε σχέση με τα παραπάνω θα μπορούσε να χωριστεί σε παθητικό και ενεργητικό. Η γνώση που αποτελεί παθητικό για έναν οργανισμό ή ένα άτομο ή μία βάση δεδομένων, απλώς καλύπτει χώρο στη μνήμη, αλλά δεν μπορεί να αξιοποιηθεί ως στοιχείο για να απαντήσει σε ερωτήματα και δεν έχει τη μορφή που μπορεί να ενταχθεί σε έναν ευρύτερο συνθετικό σχηματισμό με λογική δομή, ώστε να απαντήσει σε προβλήματα ανώτερης ιεραρχίας που χρειάζονται περισσότερες συνδυασμένες πληροφορίες.

Για να δώσουμε ένα παράδειγμα, το ψηφιοποιημένο αρχειακό υλικό μίας βιβλιοθήκης, το οποίο δίνεται χωρίς δομή, τιτλοποίηση, μελέτη για μετάβαση από το πιο γενικό ερώτημα στο πιο ειδικό ή αντίστροφα ή με κάποιο άλλο λογικό κριτήριο αναζήτησης τείνει να είναι περισσότερο παθητικό παρά ενεργητικό.

Όσο περισσότερο είναι επεξεργασμένη με λογικά κριτήρια αναζήτησης, τίτλους, κεφάλαια, ερωτήματα, μπορεί να υποδιαιρεθεί σε υποσύνολα με βάση κριτήρια αναζήτησης και να επανασυνθεθεί με άλλη δομή για να απαντηθούν άλλα πιο σύνθετα ερωτήματα τόσο περισσότερο τείνει να γίνεται «ενεργητικό».

Πνευματικό κεφάλαιο και διαχείριση γνώσης

Όταν λέμε ενεργητικό της γνώσης εννοούμε «πνευματικό κεφάλαιο», το οποίο έχει προστιθέμενη και διαχρονικά αυξανόμενη αξία σε έναν οργανισμό και μια επιχείρηση.

Σε μια βιομηχανική κοινωνία, κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης θεωρούνται αυτές της παραγωγής και του κέρδους μέσα από τη χρήση μηχανημάτων και ενέργειας. Σε μια μεταβιομηχανική κοινωνία, κινητήριες δυνάμεις θεωρούνται αυτές της γνώσης και της πληροφορίας, καθώς η παραγωγή της γνώσης και η επεξεργασία της πληροφορίας προωθούν την οικονομική ανάπτυξη.

Αυτό το γνωστικό ενεργητικό (knowledge assets) της επιχείρησης είναι το μόνο διατηρήσιμο συγκριτικό πλεονέκτημα. Λ.χ. το πνευματικό κεφάλαιο μίας επιχείρησης (που αποτιμάται και λογιστικά) θα μπορούσε να είναι η ικανότητα με βάση την καταγεγραμμένη εμπειρία των στελεχών της ( που συγκεντρώνεται σε βάση δεδομένων με στοιχεία – περιγραφή προβλημάτων και απαντήσεις) να επιλύει με τον καλύτερο τρόπο τα προβλήματα των πελατών της, τα εσωτερικά της προβλήματα (λήψη διοικητικών αποφάσεων) διαχρονικά.

Διοικώντας της γνώσης

Ο όρος «διοίκηση γνώσης» χρησιμοποιείται -πολλές φορές με ασάφεια- για να περιγράψει ένα μεγάλο αριθμό επιχειρηματικών πρακτικών και προσεγγίσεων που αφορούν τη δημιουργία, την επεξεργασία και τη διάχυση γνώσης. Πολλοί αναλυτές του μάνατζμεντ θεωρούν ότι ο όρος αυτό αποτελεί οξύμωρο, στο βαθμό που είναι εξαιρετικά δύσκολη (αν όχι αδύνατη) η εφαρμογή τεχνικών και συστημάτων διοίκησης σε κάτι που δεν είναι χειροπιαστό και βρίσκεται κυρίως στη γνώση που έχουν οι άνθρωποι.

Στο εργασιακό περιβάλλον η δια βίου μάθηση είναι πλέον το κλειδί για να εντάσσεται κανείς στη μεσαία τάξη και να παραμένει εκεί. Με μια βάση όπου έχουν συστηματοποιηθεί τα προβλήματα, τα νέα στελέχη μπορούν να ανατρέξουν για απαντήσεις σε θέματα, οι οποίες έχουν προκύψει από εμπειρία παλαιότερων στελεχών. Η καμπύλη μάθησης της εταιρείας ή του οργανισμού μετατοπίζεται συνολικά προς τα πάνω με ένα σύστημα διαχείρισης γνώσης.

ΙΝΜΕΚΟ ΜΕΛΕΤΕΣ:
συντάκτης Β. Τακτικός