Κοινωνικός ακτιβισμός

Πάντοτε στην ιστορία ο εθελοντισμός και ο κοινωνικός ακτιβισμός ως έμπρακτη συμμετοχή στην άρση ή τη βελτίωση μιας κατάστασης ήταν η κινητήρια δύναμη αλλαγών και ριζικών ανατροπών. Διότι «κοινωνικός ακτιβισμός» σημαίνει, πρώτα απ’ όλα, συνειδητοποίηση του αγώνα και της προσφοράς, ώστε να αλλάξει μια μη επιθυμητή κατάσταση. Σημαίνει ότι κάποιος είναι διατεθειμένος να επωμιστεί το κόστος αυτής της διαδικασίας, προσφέροντας είτε ελεύθερο χρόνο είτε χρήμα είτε τεχνογνωσία.

Σημαίνει, επίσης, εξειδικευμένη γνώση και βούληση για το πώς αλλάζουν τα πράγματα. Και είναι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίσει μία κοινωνία τις κατεστημένες νοοτροπίες και τη διαφθορά της γραφειοκρατίας. Σημαίνει, ακόμα, ανθρώπινα δικαιώματα, δικαιώματα του πολίτη, αλλά και πάλη για να εκφραστούν. Υπό αυτή την έννοια, μπορεί να γίνεται κινητοποίηση των ανθρώπινων πόρων για τις καλές πρακτικές και να επιτευχθεί η βέλτιστη αξιοποίησή τους κάτω από τον αυστηρό κοινωνικό έλεγχο. Διότι μόνο ο κοινωνικός έλεγχος μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικός. Κι αυτός δεν είναι ούτε ο αστυνομικός, ούτε ο νομικίστικος έλεγχος των δημοσίων υπαλλήλων. Ο πιο ουσιαστικός έλεγχος είναι ο ηθικός και κοινωνικός έλεγχος των πολιτών, που δεν αφήνει περιθώρια διαφυγής σε παρακμιακές λειτουργίες.

Ο εθελοντικός και ο κοινωνικός ακτιβισμός σε αυτή την περίπτωση μπορούν να προκαλέσουν την αντιστροφή της φθίνουσας πορείας των δημόσιων πραγμάτων. Μπορούν να αφυπνίσουν και να ενεργοποιήσουν την κοινωνία δημιουργικά. Ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι μετά από περιόδους μεγάλης παρακμής και κρίσης, η κινητοποίηση της κοινωνίας και ο εθελοντισμός, με την μορφή του πατριωτισμού ή άλλων μορφών, προκάλεσε μία νέα δημιουργική περίοδο. Στη σημερινή συγκυρία, δε λείπουν οι πόροι – φυσικοί, υλικοί και ανθρώπινοι. Λείπει η δημιουργική τους αξιοποίηση για μια νέα επανεκκίνηση της κοινωνίας.

Είναι προφανές ότι ο κοινωνικός ακτιβισμός, που γίνεται με πρωτοβουλία των ίδιων των πολιτών, προϋποθέτει την ανοιχτή κοινωνία και όχι τα κλειστά, ολιγαρχικά πολιτικά συστήματα, που απαγορεύουν τις πρωτοβουλίες των πολιτών. Και η ανοιχτή κοινωνία κατακτιέται, διευρύνεται και γίνεται πιο ανεκτική και αλληλέγγυα μέσα από την ελεύθερη δράση των κοινωνικών ακτιβιστών. Μέσα από τη δυνατότητα οριζόντιας οργάνωσης και επικοινωνίας, όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε διακρατικό επίπεδο. Και θα πρέπει να παραδεχτούμε είτε το έχουμε συνειδητοποιήσει είτε όχι ότι λειτουργούμε μέσα στους θεσμούς μιας διακρατικής οντότητας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τα κινήματα και οι εκστρατείες αλληλεγγύης δε γίνεται να έχουν εθνικά σύνορα. Μπορεί να εστιάζονται εκεί που υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη, αλλά η αλληλεγγύη μεταξύ των πολιτών διαφορετικών χωρών είναι κίνηση προς τα εμπρός. Κι εδώ πρέπει να θυμίσουμε ότι τα μεγαλύτερα κινήματα αλληλεγγύης είχαν κάποτε διεθνή χαρακτήρα.

Ο κοινωνικός ακτιβισμός είναι μεταξύ άλλων και μια βασική παράμετρος της συμμετοχικής δημοκρατίας στην αντιμετώπιση των προβλημάτων.

Η αλληλεπίδραση του κοινωνικού ακτιβισμού με την κοινωνική οικονομία και τη μέγιστη αξιοποίηση της δημιουργικότητας των πολιτών, δημιουργεί νέες ευκαιρίες για κοινωνικές επιχειρήσεις, αυτοαπασχόληση, αλληλέγγυο εμπόριο και επομένως συμβάλλει στην αντιμετώπιση της ανεργίας.

Οι ιδεολογίες μπορούν να «σπρώξουν» τα πράγματα μπροστά, να βελτιώσουν τις συνθήκες ή να οδηγήσουν στην οπισθοδρόμηση. Οι ιδεολογίες επιδρούν, θα λέγαμε καταλυτικά, όπως και οι τεχνολογίες, στην εξέλιξη μιας κοινωνίας. Η ιδεολογική προσέγγιση έχει σχέση με την οργανωτική κουλτούρα μιας Πολιτείας. Και η οργανωτική κουλτούρα έχει σχέση με τη βέλτιστη ή μη αξιοποίηση των ανθρώπινων πόρων. Μία παρακμιακή καταναλωτική κουλτούρα οδηγεί αναπόφευκτα στην υποβάθμιση των ανθρώπινων πόρων και αυτό ακριβώς υφιστάμεθα σήμερα. Μία οργανωτική κουλτούρα με παραγωγικές και δημιουργικές αξίες είναι το ζητούμενο για την επανεκκίνηση όχι μόνο της οικονομίας, αλλά και της κοινωνικής ανάπτυξης. Αυτά τα ζητήματα τα θέτει επί τάπητος ο κοινωνικός ακτιβισμός.

Ο κοινωνικός ακτιβισμός που γίνεται με πρωτοβουλία των ίδιων των πολιτών προϋποθέτει την ανοιχτή κοινωνία και όχι τα κλειστά, ολιγαρχικά πολιτικά συστήματα, που απαγορεύουν τις πρωτοβουλίες των πολιτών. Και η ανοιχτή κοινωνία κατακτιέται, διευρύνεται και γίνεται πιο ανεκτική και αλληλέγγυα μέσα από την ελεύθερη δράση των κοινωνικών ακτιβιστών. Μέσα από τη δυνατότητα οριζόντιας οργάνωσης και επικοινωνίας όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε διακρατικό επίπεδο.

Οι θεσμοί δια βίου μάθησης και διαχείρισης γνώσης

Η δια βίου μάθηση συνδέεται με την ανάπτυξη της Κοινωνικής Οικονομίας από την άποψη ότι η πολυπλοκότητα του αντικειμένου απαιτεί διαρκή επιμόρφωση και συνειδητοποίηση των θεσμικών κανόνων μέσα στους οποίους λειτουργεί.

Καταρχάς, θα πρέπει να ορίσουμε ότι η «δια βίου μάθηση» είναι μία μακροχρόνια διαδικασία, που ξεκινάει από τη γέννηση του ανθρώπου και συνεχίζει σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Υπό αυτή την έννοια, δια βίου μάθηση δεν είναι ούτε τα Ι.Ε.Κ. ούτε τα σχολεία δεύτερης ευκαιρίας. Δεν ταυτίζεται με την σχολική μάθηση, αλλά είναι μια ξεχωριστή διαδικασία, που συνδυάζεται περισσότερο με τη μάθηση μέσα από την εργασία ή και τον εθελοντισμό. Αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα είναι μια διαστροφή του όρου και της πρακτικής της διεργασίας σχετικά με τη δια βίου μάθηση.

Ο επίσημος ορισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη δια βίου μάθηση αναφέρεται σε: «Κάθε μαθησιακή δραστηριότητα η οποία αναλαμβάνεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής με σκοπό τη βελτίωση των γνώσεων, των δεξιοτήτων και των εφοδίων, στο πλαίσιο μιας προσωπικής, κοινωνικής οπτικής και/ή μιας οπτικής που σχετίζεται με την απασχόληση» (European Commission, Com (2001) 678).

Από φιλοσοφική άποψη, ο όρος “δια βίου μάθηση” αναφέρεται σε μια φιλοσοφική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η εκπαίδευση θεωρείται ως το πιο κατάλληλο και αστείρευτο μέσο για διαρκή προσωπική βελτίωση και επαγγελματική εξέλιξη. Ο όρος αυτός καλύπτει κυρίως τη βιωματική μάθηση στην εργασία, τον πολιτισμό, καθώς και τη συμμετοχή στη συλλογική δημιουργία στα κοινά, στην εφαρμογή νέων τεχνολογιών αλλά και την άσκηση στην τέχνη και τον εθελοντισμό.

Στη σύγχρονη πρακτική, ενώ η δια βίου μάθηση εκθειάζεται, στην ουσία ακυρώνεται από ένα γραφειοκρατικό σύστημα με «κούφια» πτυχία. Επιπροσθέτως, ενώ εξελίσσεται τα τελευταία 20 χρόνια στην Ελλάδα, δεν έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα διότι εκτρέπεται από τον πραγματικό της στόχο που είναι η δια βίου μάθηση μέσα από την εργασία και όχι σε κάποιο σχολείο αποκομμένο από την παραγωγή. Η διαστροφή βρίσκεται ακριβώς στο γεγονός ότι η δια βίου μάθηση γίνεται στα δημόσια σχολεία, ενώ θα έπρεπε ρητά να απαγορεύεται να γίνεται σε αυτά. Η εκτροπή είναι προκλητική και σκόπιμη για να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένα συμφέροντα από τη διάθεση των πόρων. Αυτή η γενιά προείσπραξε τα χρήματα της επόμενης γενιάς, κάτι που είναι μια πρωτοφανής ιστορική απάτη. Οι πόροι για τη δια βίου μάθηση, λοιπόν, «πετιούνται» στη μαύρη τρύπα ενός αδηφάγου δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος που, στους τομείς τουλάχιστον των οικονομικών και της διοίκησης, κατασκευάζει πτυχία χωρίς αντίκρισμα στην πραγματική οικονομία.

Αντίθετα, η δια βίου μάθηση δύναται να εφαρμοστεί σε πολυπληθείς τομείς: π.χ. ως μάθηση στην επιχειρηματικότητα, στην συνεργατική οργάνωση, σε νέα προϊόντα και υπηρεσίες όπου πραγματικά υπάρχει ανάγκη, στην παραγωγικότητα, στη δικτύωση, στην υγιεινή διατροφή, στα ζητήματα της πόλης και το περιβάλλον, στην κηποτεχνική, στη μαγειρική, στη διαδικασία e-learning, στη δημοσιογραφία πολιτών, καθώς και σε πολλούς άλλους τομείς.

Η δια βίου μάθηση μπορεί να προσφέρει βιωματική μάθηση στο χώρο της δράσης και της δουλειάς και σε σχέση με την παραγωγή αγαθών. Δηλαδή, μαθαίνω παράγοντας κάτι χειροπιαστά και όχι αποκτώντας θεωρητικές, ακαδημαϊκές και μόνον γνώσεις, οι οποίες ασφαλώς έχουν την αξία τους, αλλά δεν είναι δυνατόν να εμπεδωθούν χωρίς την πρακτική εφαρμογή. Πολλά Πανεπιστήμια στο εξωτερικό αναγνωρίζουν αυτή την ανάγκη και απαιτούν από τους φοιτητές την παράλληλη πρακτική άσκηση. Αυτό όμως δεν υποκαθιστά την ανάγκη της δια βίου μάθησης, που όπως είπαμε, είναι μια μακροχρόνια διαδικασία εφόρου ζωής, με πρακτική εμπειρία. Σε ότι αφορά μάλιστα την πόλη και τον Δήμο, οι αρχαίοι έλεγαν: Η πόλις είναι το σχολείο. Ακόμη και οι τοίχοι της πόλης διδάσκουν. Δηλαδή, η δια βίου μάθηση γίνεται μέσα στην πόλη, στις λειτουργίες της πόλης, στις διαβουλεύσεις και την συμμετοχή στα κοινά. Η τεχνική κατάρτιση γίνεται στα εργαστήρια παραγωγής και τα εργοτάξια και η άσκηση επιτηδευμάτων στις επιχειρήσεις που παράγουν και αναπαράγουν προϊόντα.

Δια βίου μάθηση στην αγορά εργασίας

Στο σύγχρονο κόσμο, δεν υπάρχουν απεριόριστες προσφερόμενες θέσεις εργασίας, ούτε αυτές προκύπτουν αυθόρμητα, ούτε μπορεί να τις δημιουργήσει απεριόριστα το κράτος. Για το λόγο αυτό, παρουσιάζεται η διόγκωση του φαινομένου της ανεργίας, που λογικά προκύπτει από τον περιορισμό της προσφοράς εργασίας και την ταυτόχρονη αύξηση της ζήτησης. Έτσι, είναι προφανές ότι οι θέσεις εργασίας δημιουργούνται από τις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα, την οποία ούτε το κράτος μπορεί να επεκτείνει, αλλά ούτε και ο ιδιωτικός τομέας, πέραν των ορίων εκείνων που επιτρέπουν σε μια επιχείρηση τη βιωσιμότητα. Σε κάθε περίπτωση, η βιωσιμότητα μιας επιχείρησης προϋποθέτει ένα ποσοστό κέρδους, ενώ για το κράτος προϋπόθεση της βιωσιμότητας είναι να μην υπάρχει ζημία. Πώς μπορούν να δημιουργηθούν όμως θέσεις εργασίας πέραν αυτών των ορίων;

Αν συγκρίνουμε τι διαδικασίες είχε η Αρχαία Αθήνα και τι έχουμε σήμερα, από την πλευρά της λειτουργίας και κουλτούρας λαμβάνοντας υπόψη τις τεχνολογίες του τότε και του σήμερα, θα διαπιστώσουμε το εξής παράδοξο: να θαυμάζουμε την ποιότητα των έργων και την ποιότητα ζωής στην αρχαία Αθήνα, χωρίς τα εξελιγμένα τεχνολογικά και μηχανικά μέσα που διαθέτουμε σήμερα.

Αυτό και μόνο θα πρέπει να μας προβληματίσει για την σχέση της επιστήμης με την φιλοσοφία και τον τρόπο ζωής. Πολύ απλά, θα λέγαμε ότι στην εποχή μας έχουμε εξελιγμένη επιστήμη και στην Αρχαία Αθήνα μοναδικά ανεπτυγμένη φιλοσοφία, που καθόριζε και τους θεσμούς της πόλης.

Αν συνδυάσουμε λοιπόν τα εξελιγμένα τεχνολογικά μέσα με την έξυπνη διαχείριση των ανθρωπίνων πόρων και μια πιο φιλοσοφημένη στάση ζωής σε σχέση με την κατανάλωση, τις αξίες ζωής και την αντίθεση πλούτος- φτώχεια, σίγουρα μπορούμε να διεκδικήσουμε μια καλύτερη ποιότητα ζωής σε επάρκεια, μέσα από την κατανομή του παραγόμενου πλούτου, δίνοντας περισσότερη σημασία στο πνευματικό πλούτο της πόλης, που εξίσου καθορίζει την ποιότητα ζωής σε όλα τα επίπεδα. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε την ουσιαστική συσχέτιση της αξιοποίησης των ανθρωπίνων πόρων με τη διαχείριση της γνώσης, που δεν είναι μόνο η επιστήμη και η τεχνολογία, αλλά και η φιλοσοφική στάση ζωής των πολιτών σε προτεραιότητες και αξίες και η συμμετοχή τους για τα κοινά αγαθά της πόλης.

Έτσι η αποτελεσματικότητα της επιμορφωτικής διαδικασίας προϋποθέτει οργανωμένη έκφραση μέσα από τις οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών, συμβούλια της γειτονιάς, κοινωνικές δομές του Δήμου και, αν θέλουμε να πάμε λίγο πιο μακριά, μπορούμε να μιλάμε για τις σύγχρονες «εκκλησίες του Δήμου». Δηλαδή, τοπικές συνελεύσεις διαβούλευσης, στο πλαίσιο της συμμετοχικής δημοκρατίας, που μπορούν να επισημαίνουν προβλήματα και να αναλαμβάνουν ευθύνες για την επίλυσή τους. Επίσης, μια άλλη μορφή έξυπνης διαχείρισης της γνώσης είναι η δημιουργία και η εξέλιξη των «θεσμών αλληλεγγύης» και η αξιοποίησή τους στην προώθηση της κοινωνικής οικονομίας και επιχειρηματικότητας. Δηλαδή, δημιουργία επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων.

Ο υπεύθυνος και οργανωμένος πολίτης στη πόλη του καλείται να γίνει συν-δημιουργός με την Τοπική Αυτοδιοίκηση τοπικών αναπτυξιακών πρωτοβουλιών. Όχι με αποκλειστικό κίνητρο το κέρδος, αλλά την διεκδίκηση της ποιότητας ζωής και την αντιμετώπιση της φτώχειας. Και σε αυτό το επίπεδο υπάρχουν πολύ καλύτερες τεχνολογικές και υλικές προϋποθέσεις από ότι υπήρχαν στην Αρχαία Αθήνα, όπου οι πολίτες ήταν συν-δημιουργοί της πόλης τους.

Η συνεργασία σε τοπικό επίπεδο

Συνθέτοντας όλες αυτές τις εξελίξεις σε συνεργατικό επίπεδο αλληλεγγύης και συνεταιριστικής πρακτικής, οι “Συμπράξεις” αποτελούν μοναδική λύση για όλους εκείνους που θέλουν και μπορούν να αγωνιστούν για ένα νέο καταναλωτικό πρότυπο. Για το λόγο αυτόν, η κινητοποίηση των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, κατά της κρατικής γραφειοκρατίας και υπαλληλοκρατίας αποκτάει ολοένα και πιο ζωτικό ενδιαφέρον.

Εκατοντάδες οργανώσεις προσφέρουν έμπρακτη βοήθεια στους άστεγους, τους ναρκομανείς, τους μετανάστες, σε όλες τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Αυτοί οι κοινωνικοί ακτιβιστές λειτουργούν σε πολλές περιπτώσεις ως κίνημα για να αλλάξει η ατζέντα, αλλά και οι προτεραιότητες στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, ώστε να μειωθεί η κατασπατάληση των ανθρώπινων πόρων. Η κρίση κάνει ρεαλιστικότερους αυτούς τους στόχους, γιατί είναι ισχυρή η πίεση της ανάγκης και πολύς ο κόσμος που έχει «ξεβολευτεί».

Μπροστά σε όλα αυτά, οι πολυπληθείς υπηρεσίες των Δήμων και οι δομές τους μοιάζουν ανήμπορες να ανταποκριθούν στα προβλήματα, μοιάζουν ανεπαρκείς να περιορίσουν τη γενικότερη εξαθλίωση, προσφέροντας ταυτόχρονα και μία γραφειοκρατία της παρακμής.

Η αποτελεσματική διαχείριση ανθρώπινων πόρων, στο επίπεδο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, μπορεί να επιτευχθεί με συνέργειες, καθώς και την οριζόντια συνεργασία της με τις οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών.

Στην πρωτεύουσα Αθήνα, όπου η ανθρωπιστική κρίση είναι πλέον δεδομένη, για την αντιμετώπισή της λειτουργούν κοινωνικά ιατρεία και πολυϊατρεία, κοινωνικά αγροκτήματα και λαχανόκηποι, κοινωνικοί ξενώνες, κέντρα υποδοχής, θεσμοί και οίκοι αλληλεγγύης, κέντρα για τους αστέγους ημέρας (day centers), συσσίτια κ.ά.

Ωστόσο, το θεσμικό έλλειμμα συνεργασίας για την αντιμετώπιση των διευρυμένων αναγκών είναι εμφανές. Το πρόβλημα αναδιάρθρωσης των κοινωνικών δομών επιτακτικό, οι οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών και οι Δήμοι ψάχνουν το βηματισμό τους στην κατάσταση που έχει διαμορφωθεί.