Η Λαογραφία είναι το σημαντικότερο στοιχείο της ταυτότητας ενός λαού. Η Λαογραφία γενικά
εξετάζει τον λαϊκό μας πολιτισμό. Η αξία της Λαογραφίας δεν μετριέται με τίποτα. Είναι ένα θέμα
τεράστιο, αστείρευτο και ατέλειωτο.
Η Λαογραφία αποτελεί έναν αξιόλογο τομέα των ανθρωπολογικών επιστημών και συμβάλλει κατά
θετικός τρόπος στην κατανόηση των ανθρώπων και των λαών. Η Λαογραφία με το ξεδίπλωμα του
προγονικού πολιτισμού και των εκδηλώσεων ενός λαού στο παρελθόν βοηθάει στον διαχωρισμό
των ανθρώπων ενός τόπου από τους ανθρώπους ενός άλλου τόπου. Είναι η επίδραση αυτής της
κληρονομιάς που τους διαφοροποιεί ανθρώπους μιας συγκεκριμένης περιοχής από τα γνωρίσματα
μιας άλλης.
Η μελέτη της μας είναι περισσότερο σήμερα και χρειάζεται για λόγους
ιστορικής γνώσης, αλλά και πρακτικής σκοπιμότητας, για τη ρύθμιση της εξελικτικής πορείας του
πολιτισμού μας, γιατί μόνον όταν λαμβάνονται υπ’ όψιν οι πολιτιστικές ρίζες του παρελθόντος
διασφαλίζεται η ιστορική συνέχεια. Και για να γίνει αυτό καλύτερα κατανοητό, θα αναφερθεί ένας
μύθος.
«Όταν ο Διόνυσος ήταν ακόμα μικρός ταξιδεύοντας από τον Πόντο της Μικράς Ασίας, για να φτάσει
στην Αρκαδία, στα δικά μας μέρη, και επειδή ο δρόμος ήταν μακρύς, απόστασε και έκατσε σε μια
πέτρα να ξεκουραστεί Καθώς κοίταγε γύρω του, είδε μπροστά στα πόδια του να φυτρώνει ένα
λουλούδι, που του φάνηκε πολύ όμορφο. Το ξερίζωσε και πήρε μαζί του, για να το φυτέψει στην
Αρκαδία. Ο ήλιος όμως έκαιγε και φοβήθηκε μήπως ξεραθεί, πριν φθάσει στον προορισμό του.
Τότε βρήκε ένα κόκκαλο πουλιού. Έβαλε το λουλούδι μέσα στο κόκκαλο και τράβηξε τον δρόμο
του. Αλλά στα χέρια του άρχισε να μεγαλώνει και να βγάζει ρίζες και βλαστάρια και από τη μια
μεριά κι από την άλλη του κόκκαλου. Φοβήθηκε πάλι μην ξεραθεί και σκεφτόταν τι να κάμει. Τότε
βρήκε ένα κόκκαλο λιονταρίου, που ήταν χοντρότερο από το κόκκαλο του πουλιού και σε αυτό.
έβαλε πάλι το κόκκαλο του πουλιού με το λουλούδι. Αλλά κι εκεί μεγάλωσε κι έβγαινε πάλι από
του λιονταρίου το κόκκαλο. Και πάλι έκανε την ίδια σκέψη του ξεραθεί. Τότε βρήκε μια
γαϊδουροκοκκάλα κι έβαλε και τα δύο κόκκαλα με το βοτάνι μέσα εκεί, γιατί ήταν μεγαλύτερη. Κι
έτσι κάποτε έφτασε στην Αρκαδία, στο Αφροδίσιο όρος (Μαύρη Βρύση), στη θέση του
οικισμού Πάος και αποφάσισε να το φυτέψει. Όταν θέλησε να φυτέψει το βοτάνι, παρατήρησε πως
οι ρίζες του ήταν κολλημένες στα κόκκαλα και ήταν αδύνατο να ξεκολλήσει τις ρίζες του
λουλουδιού, χωρίς να τις χαλάσει. Το φύτεψε λοιπόν όπως ήταν εκεί στου Μπάφι. Την άνοιξη
φύτρωσε το λουλούδι κι έβγαλε βλαστάρια και φύλλα. Πρόκοψε κι έγινε αμπέλι κι έκαμε
σταφύλια. Από αυτά έγινε το πρώτο ωραίο γλυκόπιοτο κρασί και το έδωσε στους ανθρώπους να το
πιουν. Και ω! του παραδόξου θαύματος: Όταν οι άνθρωποι στην αρχή έπιναν λίγο, κελαηδούσαν
σαν τα πουλιά. Όταν έπιναν περισσότερο, γίνονταν δυνατοί σαν τα λιοντάρια. Όταν έπιναν ακόμα
περισσότερο, γίνονταν αναίσθητοι σαν τα γαϊδούρια.»
Κάτι παρόμοιο έγινε και με τα «Ύδατα της Στυγός» ή το «Αθάνατο νερό» στην κορφή του Χελμού.
Αφού οι άνθρωποι δεν μπόρεσαν να το πιάσουν για να το πιουν, του απέδωσαν διάφορες μυθικές
ουσία και δημιούργησαν έναν κύκλο από χαριτωμένους μύθους και παραστάσεις. Το ονόμασαν
ποιητικά «Αθάνατο Νερό».
Εύκολα συνάγεται λοιπόν ότι η παράδοση δημιουργείται στην προσπάθεια του λαού, της βάσης και
του στηρίγματος κάθε κοινωνίας, να αιτιολογήσει όλα όσα τον περιβάλλουν.
Οι πρόγονοί μας Αρκάδες πίστευαν ότι ο πρώτος άνθρωπος που γεννήθηκε στη γη ήταν ο
Πελασγός. Αλλά είναι φυσικό μαζί με αυτόν να γεννήθηκαν και άλλοι άνθρωποι, για να τον
ανακηρύξουν βασιλιά, όπως μας πληροφορεί ο περιηγητής της αρχαιότητας Παυσανίας. Αυτός
έμαθε τους ανθρώπους να κατασκευάζουν καλύβες, για να προφυλάσσονται από το κρύο και την
βροχή και να μην υποφέρουν από την ζέστη. Αυτός τους έμαθε να ντύνονται με δέρματα προβάτων
και να μην τρώνε χλωρά φύλλα και ρίζες, αλλά να τρώνε τους καρπούς των δένδρων και μάλιστα.
τα βελανίδια. «Ήσθιον δε τας βαλάνους οπτώντες πυρί». Έτρωγαν τα βελανίδια, αφού τα έψηναν
στη φωτιά μας πληροφορεί ο Ηρόδοτος. Τους καρπούς των δένδρων (βελανίδια) μεταχειρίζονταν ο
πρόγονοί μας και σαν ποτό, το λεγόμενο «μελίτειο». Όταν κάποτε οι Σπαρτιάτες θέλησαν να
επιτεθούν εναντίον των Αρκάδων, ρώτησαν την Πυθία στους Δελφούς, που τους είπαν: «Πολλοί εν
Αρκαδίη βαλανηφάγοι άνδρες εισίν», δηλαδή στην Αρκαδία υπάρχουν πολλοί άνδρες
βαλανηφάγοι, που θα σας εμποδίσουν. Ο χρησμός δόθηκε από την Πυθία το 776 π.Χ., όταν οι
Λακεδαιμόνιοι με αρχηγό το βασιλιά Χάριλο εξεστράτευσαν κατά της Τεγέας και αφού νικήθηκαν,
αιχμαλωτίστηκαν όλοι. Από αυτό το γεγονός προέκυψε και η παροιμία «Αρκαδίην μ’ αιτείς, μέγα
μ’ αιτείς, ου τα δώσω», δηλαδή «την Αρκαδία μου ζητάς, μεγάλο πράγμα μου ζητάς και δεν θα σου.
το δώσω» και χρησιμοποιείται για εκείνους που ζητάνε τα αδύνατα και τα δύσκολα. Επίσης
εξαιτίας του άγονου εδάφους (λεπτόγεων έδαφος), το οποίο καλλιεργούσαν οι κάτοικοι της
Αζανίας (εμείς δηλαδή οι Καλαβρυτινοί), ελάχιστα κέρδιζαν και κατά συνέπεια υπέφεραν από
φτώχια, όπως κι εμείς καλή ώρα σήμερα. Από αυτό το περιστατικό οι αρχαίοι μας πρόγονοι είχαν
την παροιμία «Αζάνια κακά».
Αλλά η πατρίδα μας, η Αρκαδία (η επαρχία Καλαβρύτων αποσπάστηκε από την Αρκαδία το 1687),
δημιούργησε πηγή έμπνευσης και για την ποίηση και κάθε μορφή τέχνης, χάρη στις πολλές φυσικές
ομορφιές, τον ποιμενικό βίο και το λιτοδίαιτο των κατοίκων. Οι ποιητές ονόμασαν την Αρκαδία
φανταστική χώρα, στην οποία οι ποιμένες διατηρούν τα αγνά τους ήθη και επικρατεί ο ξέγνοιαστος.
και ευτυχισμένος βίος. Σε ένα από τα ποιήματά του ο Βιργίλιος παριστάνει δύο νέους ποιμένες, τον
Θύρση και τον Κορίδωνα, που διαγωνίζονται στον αυλό και τραγουδούν:
«Εμείς οι δύο νέοι,
εμείς οι δύο Αρκάδες».
Από την Αρκαδία ο μεγάλος Γάλλος ζωγράφος Πουσσέν εμπνεύστηκε και φιλοτέχνησε το 1653
ένας από τους ωραιότερους πινακές του, που σώζεται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου, στο
Παρίσι, με τίτλο «Οι Ποιμένες της Αρκαδίας», κατά το οποίο ένα νέο ζευγάρι ερωτευμένων σε
μια θέση ωραία της Ελλάδας, την Αρκαδία, ανακαλύπτει έναν τάφο ποιμένα, που την έφερε
ποιητική επιγραφή: «Et ego in Arcadia natus sum», δηλαδή «Και εγώ εγεννήθην εν Αρκαδία».
Δειγματοληπτικά μόνο αναφέρθηκαν τα λαογραφικά στοιχεία από τον αρχαίο κόσμο μας,
από τον κόσμο της Αρκαδίας, τη συνέχεια του οποίου αποτελούμε και εμείς οι σημερινοί
Καλαβρυτινοί – Αζάνες.
Η επαρχία Καλαβρύτων έχει μια αξιόλογη λαογραφική παράδοση, που έρχεται, όπως
προαναφέρθηκε, από τα βάθη των αιώνων και είναι γνήσια και αυθεντική.
Στο σημείο τούτο θα πρέπει να επισημανθεί για μια φορά ακόμα η τεράστια σημασία της
Λαογραφία μας για τη διατήρηση της ταυτότητάς μας και την επιβίωσή μας και να γίνουν
μερικές διαπιστώσεις και υποδείξεις, που θεωρούνται χρήσιμες και απαραίτητες. Το εύφορο
λαογραφικό χωράφι και η παραδοσιακή ιστορία της ηρωικής και ένδοξης επαρχίας των
Καλαβρύτων πρέπει να εμπνεύσει και να καθοδηγήσει πολλούς γραμματισμένους κι αγράμματους
του τόπου μας να συναισθανθούν το χρέος τους για τις ρίζες τους και την ταυτότητά τους. Πρέπει
όλοι να καταλάβουμε ότι και το πιο ασήμαντο αντικείμενο που μας περιβάλλει και το πιο ασήμαντο
αστείο ή λογοπαίγνιο που λέμε, χωρίς να το υποπτευόμαστε, έχουν βαθύτατη ιστορική και
λαογραφική σημασία. Το γεγονός ότι κάποιοι ασχοληθήκαμε με την καταγραφή της λαϊκής μας
κληρονομιάς – και είμαστε τόσο λίγοι – του τόπου μας μαρτυρά την πίστη μας στην
αναμφισβήτητη αξία του λαϊκού μας πολιτισμού. Υπάρχουν μέσα μας – και το λέω με υπερηφάνεια
– κάποιες μυστηριακές δυνάμεις που μας γοητεύουν και μας προκαλούν δέος.
Πρέπει όμως να τονιστεί ότι η προσφορά μας είναι μικρή. Ο λαϊκός πλούτος της επαρχίας μας είναι
ατελείωτος. Δυστυχώς πολλά τα δυσοίωνα μηνύματα και οι καιροί για την ύπαιθρο χώρα μας
και την τύχη της Λαογραφίας μας. Οι νέοι μας έφυγαν. Ο τόπος ερήμωσε και θυμίζει την πτώση
της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το μεγάλο ποσοστό μετακίνησης του αγροτικού πληθυσμού στα
μεγάλα αστικά κέντρα αφήνει πίσω του σκοτάδι και μαυρίλα. Τα πατροπαράδοτα ήδη και έθιμα
του τόπου μας εγκαταλείπονται άσπλαχνα. Αλλά και κείνοι οι λίγοι που απόμειναν με την
ανάπτυξη της συγκοινωνίας και της τακτικής επικοινωνίας με τις πόλεις άλλαξαν ριζικά. Και
παρόλο που δεν πρόκειται να συγκινηθεί κανείς, οφείλουμε να βροντοφωνάξουμε ότι
επιβάλλεται η περισυλλογή, η διάσωση και η διαφύλαξη της λαογραφικής κληρονομιάς και
παράδοση της επαρχίας μας, επιβάλλεται η έγκαιρη και χωρίς αναβολή συγκέντρωσης του
λαογραφικού μας θησαυρού.
Η Λαογραφία έχει δύο μεγάλα σκέλη. Το ένα σκέλος αντιπροσωπεύει τον πνευματικό βίο και το
άλλο τον υλικό. Και για τον πνευματικό βίο κάτι γίνεται. Όπου κι αν βρεθεί ο χωρικός μας,
κουβαλάει μαζί του τα ήθη και τα έθιμα και τα τηρεί. Ο υλικός βίος πάει, χάνεται ανεπανάληπτα.
Δεν αντικαθίσταται με τίποτα.
Σε λίγο δεν θα βρει κανείς τα χωριά μας, δεν θα υπάρχει ούτε ένα ζυγό με τα εξαρτήματά μας
του, όπως τα έφτιαχναν οι παλιοί, ένα κουζινικό αντικείμενο, ένα έργο λαϊκής τέχνης, ένα
ποιμενικό εργαλείο, ένας μύλος και γενικά ό,τι χρησιμοποιούσε ο παλαιότερος άνθρωπος για τις
χρόνο του. Όλα αντικαταστάθηκαν με βιομηχανικά προϊόντα.
Για να διασώσουμε κάτι – αν φυσικά – προλάβουμε, πρέπει να γίνει εκστρατεία για την ίδρυση
Λαογραφικών Μουσίων και Μουσίων Λαϊκής Τέχνης σε κάθε χωριό αν είναι δυνατόν. Σήμερα
κανένα τέτοιο δεν υπάρχει στην επαρχία Καλαβρύτων και ούτε το σκέφτεται κανείς. Ας ευχηθούμε
κι ας ελπίσουμε ότι έστω κι αργά θα αποφασίσουμε και θα κινηθούμε και προς αυτήν την
κατεύθυνση.
Απόσπασμα από το βιβλίο << ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ>> του Νώντα Σακελαρόπουλου
Απόσπασμα από το βιβλίο << ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ>> του Νώντα Σακελαρόπουλου