Δεν γιορτάζουμε Χριστούγεννα ελληνικά. Γιορτάζουμε Χριστούγεννα «νόθα». Δεν είναι υπερβολή.
Μπολιαστήκαμε με ξένες συνήθειες προς τις παραδόσεις μας, άγνωστες μέχρι πρότινος Από τα
ξένα και τα αλαργινά εισέβαλαν καινούργιες συνήθειες, ξενόφερτες συνήθειες και κούρσεψαν τα
παραδοσιακά κάστρα μας. Στρώθηκαν, θρονιάστηκαν στα μεσογειακά σπίτια μας, στα άγνα και
ανόθευτα χωριά μας.
Έθιμα βόρεια και δυτικοευρωπαϊκά από τη Γερμανία, τη Σκανδιναβία, τη Σαξονία, τη Γαλλία,
την Αγγλία, την Ιταλία και αλλού. Πριν σαράντα χρόνια, κανένας σχεδόν Έλληνας δεν ήξερε τι
ήσαν τα χριστουγεννιάτικα δέντρα, τα γκι και τόσα άλλα. Στη βόρεια Ευρώπη όμως που επικρατεί
το καθολικό και το προτεσταντικό θρησκευτικό δόγμα, είχαν και έχουν τα Χριστούγεννα επί
κεφαλής και κορώνα των γιορτών, ενώ η ανατολική Ορθόδοξη εκκλησία είχε τη Λαμπρή (Πάσχα)
κορυφαία γιορτή του χρόνου. Σήμερα ακολουθούμε κι εμείς τα έθιμα του Βορρά και της Δύσης.
Κάναμε τα Χριστούγεννα πρώτη γιορτή του χρόνου με «ρεβεγιόν» ξενόφερτο όλως διόλου, με
γαλοπούλες, με κεριά και λαμπάδες και τόσα άλλα.
Δεν είμαι υποστηρικτής του σωβινισμού, της αρτηριοσκληρωτικής σκέψης και της καθυστέρησης
και δεν απορρίπτω τα παραπάνω, αλλά έγραψα κάποτε στην κατοχή:
«Κάθε παλιό π’ αναθυμιέμαι
κι από ‘να νέο καταριέμαι».
Στα χρόνια του μεσοπολέμου, πολύ δε περισσότερο πριν από αυτόν, σε κανένα ελληνικό σπίτι δεν
στόλιζαν το έλατο, γιατί είναι της βόρειας Ευρώπης έθιμο. Ελάχιστα μόνο πλουσιόσπιτα, που είχαν
σχέσεις με το εξωτερικό, στόλιζαν. Οι άλλοι δεν ήξεραν τι πράγμα ήταν αυτό. Αργότερα στην
επάρατη Κατοχή, που οι Γερμανοί διαφέρουν τον τόπο μας, είχαν το θράσος να στολίζουν.
χριστουγεννιάτικα δέντρα. Πρόκληση και θρασύτητα για τον πεινασμένο Ελληνικό λαό, αλλά και
για τα κακουργήματα που έκαναν κάθε μέρα «εν ονόματι της Θείας Πρόνοιας», που επικαλούνταν
ο Χίτλερ. Από αυτούς το παρέλαβαν μερικοί ξενομανείς πλούσιοι και το υιοθέτησαν. Και επειδή η
αρρώστια είναι κολλητική, τους ακολούθησε και ο υπόλοιπος ελληνικός πληθυσμός, κυρίως στις
πόλεις. Και επειδή ήταν ένα στοιχείο ευπρόσδεκτο, το υιοθέτησαν όλοι και σήμερα δεν υπάρχει
σπίτι, ακόμα και στα χωριά μας, που δεν στολίζει χριστουγεννιάτικο δέντρο. Έτσι χιλιάδες
ελατάκια πέφτουν τις ημέρες αυτές θύματα των εμπόρων και των εκμεταλλευτών
χριστουγεννιάτικων δέντρων. Το δύσκολο του δέντρου παρουσιάζεται σε τόπους που δεν υπάρχουν
έλατα. Αλλά τις ημέρες αυτές γίνεται μια αναζωογόνηση της αγοράς, κινείται το χρήμα και οι
εμπορευόμενοι παντός είδους αγαθά κάνουν χρυσές δουλειές. Έτσι φτάνουμε στο συμπέρασμα να
λέμε «ουδέν κακό αμιγές καλού».
Όπως βλέπουμε τώρα που διαφέρουν τα δυτικά έθιμα από τα δικά μας, της ορθόδοξης δηλαδή
ανατολικής εκκλησίας. Ο Ρωμαιοκαθολικοί γιορτάζουν με θόρυβο και επίδειξη έθιμα, που είναι
κράμα ειδωλολατρικών, ανατολικών και βορειοευρωπαϊκών εθίμων. Π.χ. οι φάτνες, οι μάγοι και τα
φαγοπότια ήρθαν από την Περσία και τις χώρες της Ανατολής και ήσαν προχριστιανικά έθιμα. Τα
έλατα, οι καμπάνες και τα χιόνια ήρθαν από τα δάση της Σαξονίας και της Θουριγγίας.
Αλλά και αυτή καθ’ εαυτή η γέννηση του Χριστού δανείστηκε πάρα πολλά στοιχεία από τον
Μίθρα. Ο Μίθρας ήταν περσικός θεός, κάτι σαν το δικό μας Απόλλωνα. Οι Πέρσες, λένε, ότι
γεννήθηκε στα υψίπεδα της Περσίας σε μια σπηλιά, χωρίς ανθρώπινους γονείς. Τον είδαν μόνον
μερικοί βοσκοί και πήγαν και προσκύνησαν φορτωμένοι με δώρα. Οι οπαδοί του Μίθρα
κοινωνούσαν με ψωμί, νερό και κρασί και γιόρταζαν τη γέννηση του στις 25 Δεκεμβρίου.
Η μεταφορά της λατρείας του στη Ρώμη έγινε γύρω στο 63 π.Χ. από αιχμαλώτους πειρατές, που
συνέλαβε ο Πομπήιος κατά τον πειρατικό πόλεμο. Η Ρώμη που δεχόταν αδιαμαρτύρητα όλους τους
ανατολικούς θεούς, πολέμησε με πάθος τον χριστιανισμό. Και είναι γνωστοί σε όλους μας οι
διωγμοί της μέχρι την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου (313), οπότε υπογράφτηκε το διάταγμα των
Μεδιολάνων.
Η καθιέρωση της ημερομηνίας γέννησης του Χριστού δίχασε τους Πατέρες της Εκκλησίας. Δεν
ήξεραν την ακριβή ημερομηνία της γέννησής του, μα ούτε και το έτος καλά-καλά. Ο Μέγας
Ο Κλήμης της Αλεξάνδρειας ήθελε να γιορτάζεται στις 17 Νοεμβρίου. Ο Θεόφιλος από την Αντιόχεια
Έγραψε ότι η γέννηση του Χριστού έγινε στις 25 Δεκεμβρίου, ημέρα Τετάρτη. Ο Φιλοκάλλης
υποστήριζε επίσης ότι η γέννηση έγινε στις 25 Δεκεμβρίου και ήταν ημέρα Παρασκευή. Ο
αυτοκράτορας Κωνσταντίνος (337-361) και ο πάπας Ιούλιος Α’ (336-352) έβαλαν τέρμα σε αυτήν
τη διένεξη και καθιέρωσαν την 25η Δεκεμβρίου, ημερομηνία που γιορταζόταν και ο Μίθρας.
Μέχρι τότε η γέννηση του Χριστού γιορταζόταν μαζί με τα Θεοφάνια.
Η ανατολική Ορθόδοξη εκκλησία στηριζόταν και στηρίζεται στην παράδοση και τον
συντηρητισμό. Οι πιστοί γιορτάζουν ήρεμα, ήσυχα και οικογενειακά. Από τυχαίο γεγονός ο Άγιος
Βασίλης έγινε ο δωροκουβαλητής των παιδιών. Ξεκίναγε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς από την
Καισάρεια της Καππαδοκίας, ντυμένος στα κόκκινα και με άσπρα γένια. Στηριγμένος στο ραβδί
του και με το σακούλι του στον ώμο γεμάτο δώρα, έφτανε τα μεσάνυχτα στα μέρη μας, χτυπούσε.
τις πόρτες και άφηνε τα δώρα του για τα παιδιά που τα περίμεναν με αγωνία. Το έθιμο άρεσε σε
όλοι, βρήκε ανταπόκριση γενική, υιοθετήθηκε και καθιερώθηκε.
Οι Ολλανδοί δημιούργησαν τον δικό τους Αϊ – Βασίλη, τον Santa Claus (Άγιο Νικόλαο). Αυτός δεν
έρχεται με τα πόδια, όπως ο δικός μας Αϊ – Βασίλης, αλλά πάνω σε έλκηθρο από τα χιόνια του
βορρά. Έτσι τους βόλευε αυτούς. Κι έτσι τον περιμένουν οι βόρειοι της Ευρώπης.
Οι Έλληνες δέχτηκαν επιδράσεις από ανατολή και δύση, μιας και έχουν την ικανότητα της
προσαρμογής. Δέχονται ό,τι είναι καλύτερο και απορρίπτουν ό,τι δεν τους αρέσουν. Και αυτό είναι
βέβαια προσόν, αλλά ξεπεράσαμε τον κανόνα. Από τους Ιταλούς πήραμε το «γκι», από τους
Σκανδιναβούς και τους Σάξονες το δέντρο, από τους Γερμανούς το έλατο. Ο Λούθηρος μάλιστα
θεωρείται ότι ήταν ο πρώτος που έβαλε στο έλατο κεριά και φώτα.
Τα μόνα που αντέχουν ακόμα στην επιδρομή των ξένων εθίμων είναι τα φτωχά και έρημα από
ανθρώπους χωριά μας. Όπου έμεινε κανένας νοικοκύρης, σφάζει την τελευταία προ των
Χριστουγέννων εβδομάδα τον πατροπαράδοτο χοίρο ή κανένα μαρτίνι (συνήθως πρόβατο), για να
η οικογένεια τις γιορτές. Το έθιμο έρχεται από τα βάθη των αιώνων, όπως και όλα τα άλλα
χριστουγεννιάτικα έθιμα που διατηρούνται ακόμα ανόθευτα.
Παρ’ όλο που βρισκόμαστε στην καρδιά του χειμώνα και διανύουμε τις πιο παγερές μέρες και
νύχτες, εντούτοις πρόκειται για τις ζεστές και ευχάριστες στιγμές του χρόνου για την
οικογένεια και κυρίως τα παιδιά. Μικροί και μεγάλοι χαίρονται τις διακοπές, χαίρονται τις γιορτές
που γεμίζουν τα σπίτια με τη ζωή και δικαιολογημένη αισιοδοξία για τον καινούργιο χρόνο που
έρχεται. Και ο λαός που διατηρεί γνήσιες και ανώτατες τις παραδόσεις του, θέλοντας να συνδέσει
τον παλιό χρόνο με τον καινούργιο, καθιέρωσε μια περίοδο δώδεκα ημερών (μισές από τον παλιό
και μισές από τον καινούργιο). Κάνει τον απολογισμό για το χρόνο που πέρασε, προγραμματίζει
και εύχεται ο καινούργιος χρόνος να είναι ευτυχέστερος και χαρούμενος. Έτσι από την παραμονή
των Χριστουγέννων αρχίζει η περίοδο με τα γραφικά ήθη και τα έθιμα. Αρχίζει το Δωδεκαήμερο.
Δωδεκαήμερο ή δωδεκάμερα ονομάζει ο λαός μας την περίοδο των δώδεκα (δεκατριών για την
ακρίβεια) ημέρες από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα. Είναι ημέρες που γιορτάζουμε συνέχεια και
διακόπτουμε τις εργασίες. Είναι ένα χρονικό δεισιδαιμονικό διάστημα, πανάρχαια ελληνικό,
ρωμαϊκό, βυζαντινό και Βρετανός σχεδόν. Κατά την περίοδο αυτή πιστεύει ο λαός μας ότι
κυριαρχούν τα κακά πνεύματα (διαβολάκια, καλικάντζαροι, μεταμορφωμένα ζώα κ.λ.π.) κυρίως
κατά τις νυχτερινές ώρες. Γι αυτό μαζεύονται όλοι στα σπίτια τους και γύρω από το αναμμένο
τζάκι με τα κούτσουρα και τη θρακοβολιά. Η φωτιά είναι συντροφιά στους ανθρώπους και διώχνει
μακριά τα κακά αυτά πνεύματα. Έπειτα το τσουχτερό κρύο συγκεντρώνει στη γωνιά όλη την
φαμελιά, που ζει πράγματι τις πιο ζεστές και στοργικές εκδηλώσεις της.
Παλαιότερα λοιπόν που οι άνθρωποι ήσαν προληπτικοί και δεισιδαίμονες. φοβούνταν ότι τις νύχτες
κυκλοφορούσαν παράξενα πλάσματα, στοιχειά, καλικάντζαροι, σατανάδες, μεταμορφώσεις
διαβολικών στοιχείων σε γάτες, σκύλους, τράγους και ακόμα πίστευαν ότι κάποιες νύχτες άνοιγαν.
τα ουράνια.
Στην περίοδο του δωδεκαήμερου (Χριστούγεννα – Πρωτοχρονιά – Φώτα) συναντώνται κατά την
παράδοση έθιμα ειδωλολατρικά και χριστιανικά, που αναμειγνύονται κατά τις χειμωνιάτικες αυτές
μέρες, για να περάσουμε με αισιοδοξία στην άνοιξη. Όλα είναι σφιχτοδεμένα, αλλά στηρίζονται
στη θρησκεία από την οποία ζητούσε προστασία
Οι γιορτές εξυπηρετούν και ορισμένες σκοπιμότητες, που συνίστανται στο να διασκεδάσουν και να
χαρούν οι άνθρωποι τις σκοτεινές χειμωνιάτικες μέρες, να μεταβούν ομαλά στις όμορφες
ανοιξιάτικες και χαρούμενες μέρες που έρχονται σε λίγο, στο να συγκεντρωθούν τα σκόρπια μέλη
της οικογενείας και να τονωθεί το θρησκευτικό και οικογενειακό αίσθημα με τις σπιτικές τελετές
των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων.
Οι παραπάνω σκοποί επιτυγχάνονται με τα διάφορα έθιμα, τις ώρες νυχτερινές ακολουθίες, τους
θρησκευτικούς ύμνους, τα κάλαντα, το χριστόψωμο, τα γλυκίσματα, τα φαγητά, και κυρίως τις
αχνιστές σούπες του κόκορα, του θρεφταριού, του αρνιού ή του χοιρινού, που τρέφονται για να
σφαγούν και να τροφοδοτήσουν με κρέας τις οικογένειες τις εορταστικές αυτές ημέρες, το διαρκώς
αναμμένο τζάκι, τους μποναμάδες, το συνηθέστατο τριάντα ένα, τις βασιλόπιτες, τα δώρα και τις
ευχές για «χαρούμενη κι ευτυχισμένη χρονιά» και το κυνηγητό των καλικατζάρων και σατανάδων
με τον αγιασμό των Θεοφανίων.
ΉΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΣΤΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΟΧΩΡΙΑ
Και ό,τι φυσικά γράφεται εδώ δεν σημαίνει πως είναι αποκλειστικά των χωριών του τόπου μας. Και
στην Ελλάδα ολόκληρη, μα και σε όλα τα βαλκανικά κράτη είναι ίδια με μικρές παραλλαγές.
Και αυτές τις παραλλαγές θέλουμε να επισημάνουμε για να τονώσουμε την αγάπη του λαού μας
στην παράδοση και την ιστορία μας.
Σε όλα τα χωριά μας «ξημερώνουν Χριστούγεννα, χρονιάρα ημέρα». Η χαρά είναι μεγάλη. Είναι η
μεγαλύτερη γιορτή της χριστιανοσύνης και γιορτάζεται με ιδιαίτερη παραδοσιακή ευλάβεια από
τον λαό μας. Οι γιορταστικές ετοιμασίες αρχίζουν σχεδόν από τις αρχές του Δεκεμβρίου και
ολοκληρώνονται την παραμονή με τα τελευταία ψώνια. Οι καλοί νοικοκυραίοι, άνδρες χωρικοί,
ξωμάχοι φροντίζουν τις έξω από το σπίτι δουλειές και οι καλές νοικοκυρές τις δουλειές του
σπίτι, ώστε την παραμονή να είναι όλα έτοιμα. Οι ασχολούνται με τα σπαρτά που
τελειώνουν στις δέκα με δεκαπέντε του μήνα, με την περιγραφή των γιδοπροβάτων, τη βόσκηση
τους, την τροφή τους (σανό, τριφύλλια, βελόνια, ξύλα) στα υποστατικά, με τα ζώα και το σφαχτό.
της ημέρας. Οι νοικοκυρές συγυρίζουν τα σπίτια (καθαριότητα, στρώσιμο, χριστόψωμα, γλυκά).
κ.τ.λ.), γιατί περιμένουν τους δικούς τους (παιδιά, νύφες, εγγόνια) να έρθουν από τις πολιτείες –
συνήθως τις παραμονές – και πρέπει το σπίτι να είναι σε όλα του τακτοποιημένο.
Τα χριστόψωμα διαφέρουν από τα καθημερινά ζυμώματα. Γίνονται με ψιλοκρισαρισμένο αλεύρι,
για να είναι λευκά και αφράτα. Τα παστώνουν με σουσάμι, τους φτιάχνουν ένα μεγάλο σταυρό και
φυτεύουν καρύδια για να είναι πιο εντυπωσιακά και να ξεχωρίζουν από τα άλλα ψωμιά.
Παράλληλα ο νοικοκύρης κανονίζει το κρέας που θα μαγειρέψει ανήμερα. Σε πολλά από τα χωριά,
αντί να σφάξουν τα ζώα τις αποκριές, που συνηθίζουν οι περισσότεροι, το κάνουν παραμονές των
Χριστουγέννων. Το πιο φτωχό σφαχτό θα είναι ένας καλός κόκορας.
Έτσι το βράδυ της παραμονής είναι όλα έτοιμα για την ημέρα των Χριστουγέννων. Πριν κοιμηθεί η
οικογένεια, κλείνουν καλά πόρτες και παραθύρια, για να μην μπουν μέσα τα κακά πνεύματα. Η
φωτιά ενισχυμένη καίει στο τζάκι. Σε πολλά χωριά πριν κοιμηθούν βγάζουν έξω ένα αναμμένο
ξύλο (δαυλί) για να διώχνει τους καλικάντζαρους και να τους αποθαρρύνει να πλησιάσει τα
σπίτια τους.
Η λειτουργία των Χριστουγέννων αρχίζει νύχτα, για να τελειώσει στα χαράματα. Η νυχτερινή
λειτουργία εκτός από τη θρησκευτικότητα και τη γραφικότητά της, επιβαλλόταν στα ορεινά χωριά
μας και για λόγους πρακτικούς. Τα σφαχτά (γιδοπρόβατα) έπρεπε να βγουν και για τη βοσκή τους
και φυσικά έπρεπε να τα συνοδεύει ο τσοπάνης τους, που έπρεπε να είναι φαγωμένος και πιωμένος,
για να αντέχει στο κρύο και τις βροχές.
Στο τέλος της λειτουργίας αρχίζουν τα «χρόνια πολλά», οι ευχές, τα χειροφιλήματα και οι
ασπασμοί. Επιστρέφοντας στο σπίτι, το χριστουγεννιάτικο τραπέζι είναι έτοιμο και το φαγητό
αρχίζει με κρασοκατάνυξη, μεζέδες, γλυκά και ευχές.
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ
Η παραμονή αρχίζει με τα κάλαντα. Ίσως θα ήταν καλύτερα να ειπωθεί ότι άρχιζε, γιατί τώρα δεν
αρχίζει, αφού δεν υπάρχουν παιδιά στα χωριά μας να κάμουν αυτή τη δουλειά. Οι νοικοκυρές
ζύμωναν τα βασιλόψωμα (η βασιλόπιτα ήταν πολυτέλεια) και μέσα σε ένα από αυτά έβαζαν το
«φλουρί», ένα νόμισμα, όχι μεγαλύτερο από τάλιρο ή δεκάρικο για τον τυχερό της χρονιάς. Το
στόλιζαν κι αυτό με σταυρούς, σουσάμια και καρύδια. Όπου δεν είχαν καρύδια, έβαζαν αμύγδαλα.
Το βράδυ αν ήσαν πολλοί στην οικογένεια, καλούσαν και άλλους και έπαιζαν το συνηθισμένο ψιλό
«τριανταένα». Οι πιο μεγάλοι πήγαιναν στα μαγαζιά και έπαιζαν πιο σοβαρό τζόγο, «πόκερ» ή
«πόκα» ή και «τριανταένα» μέχρι τα ξημερώματα. Το πήγαιναν όλοι στην εκκλησία, ακόμα
και οι ξενύχτηδες για το καλό του χρόνου.
Η λειτουργία αργούσε να τελειώσει, γιατί η λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου είναι μεγάλη και
πανηγυρική. Η εκκλησία ήταν ολόφωτη. Οι καμπάνες κτυπούσαν χαρμόσυνα. Μετά τα «Άγια»
έβγαιναν οι δίσκοι ένας για την εκκλησία, ένας για τον παπά κι ένας για τον νεωκόρο και έπεφταν.
οι δεκάρες, τα πενηνταράκια κι οι δραχμές.
Μετά τη λειτουργία άρχιζαν οι χαιρετούρες και τα χειροφιλήματα, και τα «χρόνια πολλά» δίνουν
και παίρνανε. Οι μικροί γύριζαν τρεχάτοι στο σπίτι για να πάρουν τους «μποναμάδες» από τους
μεγαλύτερους και που ήταν συνήθως λίγες δραχμές, κανένα τάλιρο ή δεκάρικο και σπάνια
εικοσάδραχμο, και να φιλήσεις το χέρι που τους έδινε τα λεφτά – κατά κανόνα του πατέρα και της
μάνας. Μετά ετοιμαζόταν το φαγητό. Έστρωνε ημητέρα το τραπέζι και άρχιζε το φαγοπότι με
ευχές για το καλό του χρόνου και τσούγκρισμα των ποτηριών με το κοκκινέλι. Την ώρα του
φαγητού κοβόταν και το βασιλόψωμο και μοιραζόταν σε φέτες, αρχίζοντας από τον μεγαλύτερο
της οικογένειας μέχρι τον μικρότερο και σε όποιου την φέτα ήταν το νόμισμα, αυτός ήταν και ο
τυχερός της χρονιάς. Επειδή το χριστόψωμο ενίοτε ήταν μεγάλο, μπορούσε το νόμισμα να βρεθεί
και αργότερα. Ευχες ανταλλάσσονταν καθ’ όλη την διάρκεια της ημέρας.
Η ημέρα περνάει στα χωριά μας με τις ίδιες προφυλάξεις που παίρνουν σε όλη την Ελλάδα.
Προσέχουν να έχουν καλό «ποδαρικό». Προσέχουν να μη δανειστούν, να μη μαλώσουν, να μην
κλάψουν, να μη στενοχωρηθούν και να μην κάμουν καμιά δουλειά βαρετή ή αταίριαστη, ώστε να
πάει καλά η χρονιά.
ΠΡΩΤΑΓΙΑΣΗ – ΘΕΟΦΑΝΙΑ
Τρίτη «χρονιάρα» μέρα στη δέσμη του Δωδεκαημέρου είναι τα Θεοφάνια ή η Φώτα που μαζί μου
την ημέρα του «Αγιασμού» και του Αϊ – Γιάννη συνιστούν ένα τριήμερο γιορτής των νερών.
Η παραμονή των Φώτων λέγεται και πρωτάγιαση. Τα παιδιά λένε τα κάλαντα, όπως και τις
προηγούμενες γιορτές. Και σήμερα ακόμα αν δεν ακούσουμε τις φωνούλες των μικρών μαθητών να
λένε νύχτα-νύχτα τα κάλαντα τις παραμονές των μεγάλων γιορτών δεν νιώθουμε γιορτές, δεν
αντιλαμβανόμαστε Χριστούγεννα.
Πολύ δε περισσότερο στα παλιά τα χρόνια που δεν υπάρχουν ημερολόγια, εφημερίδες, ραδιόφωνα,
τηλεοράσεις για να προειδοποιήσουν για τις μεγάλες γιορτές, ο κόσμος περίμενε τις θεόσταλτες
φωνούλες των παιδιών να χτυπήσουν την πόρτα του και να αγγίξουν τη χαρμόσυνη
ώρα:«Χριστός γεννάται σήμερον» ή «Άγιος Βασίλης έρχεται» ή «Σήμερα τα Φώτα και ο
Φωτισμός».
Τα χείλη των μικρών παιδιών συνεχίζουν μέσα στην ατέλειωτη σειρά των αιώνων τα κάλαντα των
Αγγέλων, που σύμφωνα με την θρησκευτική παράδοση ακούστηκαν τη νύχτα της Βηθλεέμ κάτω
από τα κεφάλια των φτωχών βοσκών. «Δόξα εν υψίστοις Θεός κι επί γης ειρήνη».
Οι νοικοκυρές ήξεραν τις παραμονές των μεγάλων γιορτών, ετοιμάζονταν και περίμεναν να φτάσουν.
πρωί-πρωί χαράματα στην πόρτα τους η χαρούμενη αγγελία με τη μαγική, γλυκιά και αγγελική
φωνούλα των παιδιών.
Χτυπούσαν την κάθε πόρτα τα παιδιά και μόλις άνοιγε, έμπαιναν στο σπίτι χωρίς άδεια ρωτώντας:
«Να τα πούμε;» και χωρίς να περιμένουν την απάντηση, άρχιζαν το τραγούδι.
Η αμοιβή των παιδιών ήταν μερικές δραχμές ή αυγά, ό,τι είχε η νοικοκυρά. Και δυστυχώς πολλές
νοικοκυρές δεν είχαν ούτε δραχμή, ούτε αυγό να δώσουν στα παιδιά και δεν τους άνοιγαν την
πόρτα, μη θέλοντας ούτε κάλαντα ούτε την ευλογία των παιδιών. Γι’ αυτό τα παιδιά ξεκίναγαν
νύχτα για να πούνε τα κάλαντα και ποια παρέα προλάβαινε πρώτη, γιατί σπάνια νοικοκυρά
επέτρεπε να πει δεύτερη παρέα τα κάλαντα, γιατί δεν είχε τι να τους δώσει. Θα έλεγε κανείς ότι
έκανε αγώνα και συναγωνιζόταν η μια παρέα την άλλη, ποια θα προλάβει να πει τα
κάλαντα και να πάρει το φιλοδώρημα. Σήμερα που τα πράγματα άλλαξαν κι όλες οι νοικοκυρές
έχουν να δώσουν, δεν υπάρχουν παιδιά να ψάξουν τα κάλαντα.
Επανερχόμενοι στην ημέρα των Θεοφανίων, ο παπάς αρχίζει τη νύχτα τη λειτουργία και τελειώνει με
το φώτισμα, οπότε ξεκινά να γυρίζει με το πετραχήλι και με μια όμορφη αγιαστούρα από σπίτι σε
σπίτι και να αγιάζει τα σπίτια και τους ανθρώπους, ψάλλοντας το «εν Ιορδάνη».
Τον παπά τον συντροφεύει και ένα παιδί που κρατάει το ειδικό χαλκωματένιο δοχείο, που τον έχει
αγιασμό και όπου ρίχνουν λεφτά. Το νερό ανανεώνεται συχνά από τις βρύσες τις γειτονιές για να
μην τελειώσει, γίνεται δηλαδή ένα είδος αναπαραγωγής.
Το βράδυ οι νοικοκυρές αδειάζουν το νερό από όλα τα δοχεία, για να μην μείνει για την επόμενη
ημέρα. Έτσι ο αγιασμός της ημέρας των Θεοφανίων είναι και ο πλέον θαυματουργός και δυνατός
και τον διατηρούν όλον τον χρόνο.
Την άλλη μέρα, των «Φώτων», είναι μεγάλη γιορτή. Όλος ο κόσμος πάει στην εκκλησία δεν
απουσιάζει κανένας ενορίτης. Όλοι κρατούν από ένα δοχείο για να πάρουν τον μεγάλο αγιασμό.
Στη μέση της εκκλησίας έχει τοποθετηθεί ένα τραπέζι στολισμένο με μια λεκάνη με καθαρό νερό
και πλάι μερικά κλωνάρια βασιλικού. Στο δάπεδο γύρω από το τραπέζι έχουν τοποθετηθεί διάφορα
δοχεία για να πέσουν οι πρώτες στάλες από τον μεγάλο αγιασμό, από την αγιαστούρα του παπά. Οι
πιστοί παίρνουν τον αγιασμό και ρίχνουν νομίσματα είναι το φιλοδώρημα του παπά.
Όταν γυρίσουν οι νοικοκυρές στο σπίτι με τον αγιασμό, δίνουν σε όλους να πιουν από λίγο και
ταυτόχρονα ραντίζουν (αγιάζουν) το σπίτι, τους στάβλους, τις αυλές, τους κήπους, τα χωράφια, τα
Γιδοπρόβατα Κ.Τ.Λ. Όλα τα νερά στην ημέρα των Φώτων είναι αγιασμένα.
Απόσπασμα από το βιβλίο << ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ>> του Νώντα Σακελαρόπουλου
Απόσπασμα από το βιβλίο << ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ>> του Νώντα Σακελαρόπουλου