Ο ρόλος των αγροτικών συνεταιρισμών ως ατμομηχανή που οδηγεί στην
ανάπτυξη της ισπανικής οικονομίας, και όχι μόνο, αναδεικνύεται από τη μελέτη
την οποία συνέταξαν ερευνητές από το Πολυτεχνείο της Καρτάγενα στην
Ισπανία, για λογαριασμό της μεγαλύτερης αγροτικής συνεταιριστικής τράπεζας
της χώρας, Cajamar και δημοσιεύτηκε στη La Opinion de Murcia.
Ένα από τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης είναι, σύμφωνα με το
ypaithros.gr, ότι οι αγροδιατροφικές συμπράξεις στην Ισπανία χαρακτηρίζονται
υγιείς. Από τα κύρια ζητούμενα των ερευνητών, οι οποίοι άντλησαν στοιχεία
και πληροφορίες από 447 αγροτικούς συνεταιρισμούς, ήταν οι λεπτομέρειες
για την οικονομική τους κατάσταση, λαμβάνοντας υπόψη παραμέτρους όπως
το μέγεθός τους, ο τύπος του κάθε συνεταιρισμού και το αντικείμενο της
δραστηριότητάς του. Ένα από τα κεντρικά σημεία της μελέτης είναι η σημασία
των συνεταιρισμών, ιδίως δεδομένης της κοινωνικοοικονομικής τους διάστασης
και του ρόλου τους ως κινητήριας δύναμης, καθώς και η αύξηση της
διαπραγματευτικής τους ισχύος, όταν σχετίζονται με πελάτες και προμηθευτές.
Στα συμπεράσματα επισημαίνεται ότι οι αγροτικοί συνεταιρισμοί προμηθεύουν
τους καταναλωτές με «υγιεινά και ποιοτικά τρόφιμα, ενώ ταυτόχρονα
συνεισφέρουν στην ανάπτυξη και στην κοινωνική συνοχή των περιοχών της
υπαίθρου, στον βαθμό που βελτιώνουν το εισόδημα των παραγωγών και
κρατούν τον πληθυσμό στην περιοχή». Έτσι, η σημασία του συνεργατισμού
στον αγροτικό τομέα, επισημαίνεται, ισχύει τόσο για την Ισπανία, όσο και για
την ΕΕ, όπου, σύμφωνα με την Cogeca, οι συνεταιρισμοί τιμολόγησαν 347
εκατ. ευρώ το 2014 «ποσό, το οποίο αντιστοιχεί στο 40% της παραγωγής, της
μεταποίησης και της εμπορίας αγροτικών προϊόντων», με βάση τη μελέτη.
Ακόμη, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι ο τζίρος των ισπανικών αγροτικών
συνεταιρισμών βαίνει αυξανόμενος, όπως και τα μεγέθη των ίδιων των
οργανώσεων, βελτιώνοντας την παραγωγικότητά τους. Μάλιστα, οι ρυθμοί
ανάπτυξης διατηρήθηκαν ακόμα και στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του
2009, γεγονός το οποίο δείχνει τη δυναμική των συνεταιριστικών οργανώσεων
ως ατμομηχανή για την ανάπτυξη.
Επιπλέον, η ανάλυση έδειξε ότι η αύξηση στον τζίρο, στο κεφάλαιο και στην
καθαρή προστιθέμενη αξία είναι μεγαλύτερη σε νέους και δευτεροβάθμιους
συνεταιρισμούς, οι οποίοι έχουν καλύτερη ρευστότητα και προοπτικές για
ανάπτυξη βραχυπρόθεσμα.
Η Ιζαμπελ Χόρχε δεν σου δίνει την εντύπωση τεχνοκράτισσας. Μια γλυκιά
γυναίκα γύρω στα 40, με κοντά μαλλιά και μεσογειακά χρώματα, ντυμένη
απλά. Είναι η υπεύθυνη για την εκπαίδευση και τους οικονομικούς πόρους
συνεταιρισμών του οργανισμού URSCOP – περιφερειακό τμήμα της Γενικής
Συνομοσπονδίας Συνεταιρισμών της Γαλλίας (CGSCOP), στην περιοχή της
Οβέρνης – Αλπεων – Ροδανού, στην Ανατολική Γαλλία.
Πρόκειται για μία από τις πιο εύρωστες οικονομικά περιοχές της Γαλλίας, με
ανεπτυγμένη τεχνολογική βιομηχανία, έρευνα και καινοτομία. Με πάνω από 7
εκατομμύρια κατοίκους και πρωτεύουσα τη Λιόν -τη δεύτερη μεγαλύτερη
μητροπολιτική περιοχή μετά το Παρίσι, η περιοχή δίνει έμφαση στην ΚΑΛΟ,
που συνεισφέρει έως και στο 25% της συνολικής οικονομίας.
Συνολικά, στην περιφέρεια που έχει υπό την επίβλεψή του ο οργανισμός
URSCOP δραστηριοποιούνται 545 συνεργατικές επιχειρήσεις, με 8.725
εργαζομένους και ετήσιο κύκλο εργασιών πάνω από 600 εκατομμύρια ευρώ.
Στη Γαλλία λειτουργούν συνολικά πάνω από 3.100 συνεταιρισμοί, με περίπου
58.000 εργαζομένους.
Η Iζαμπέλ συμμετείχε ως «συνεντευξιαζόμενη – μέντορας» στη διεθνή
συνάντηση της πρωτοβουλίας KISS (Key is In Social Sustainability) στο Σεντ
Ετιέν, τον Ιούλιο. Το KISS, μια πανευρωπαϊκή σύμπραξη οργανισμών για τη
Συνεργατική και ΚΑΛΟ, διοργάνωσε εκπαιδευτικά σεμινάρια σε Τορίνο, Αθήνα,
Βαρκελώνη, Σεντ Ετιέν, στα οποία συμμετείχαν πάνω από 40 συνεταιριστές
και μέλη φορέων ΚΑΛΟ από όλη την Ευρώπη, μεταξύ τους και η «Εφ.Συν.». Η
Ιζαμπέλ Χόρχε στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, απέδειξε με πλήθος
στατιστικών στοιχείων, χωρίς παχιά λόγια, ότι η συνεργατική οικονομία δεν
είναι απλώς «μια εναλλακτική διέξοδος», αλλά η πιο βιώσιμη μορφή
οικονομικής οργάνωσης, με πολύ καλύτερες προοπτικές επιβίωσης από τις
συμβατικές ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Συνέντευξη
«Στόχος μας είναι να ιδρύουμε κάθε χρόνο πάνω από 30 και έως 50
καινούργιους συνεταιρισμούς», μας λέει ξεκινώντας τη συνέντευξη. «Οι
συνεταιρισμοί που ιδρύονται είναι τριών ειδών: Το 50% είναι μικρές
επιχειρήσεις, που ξεκινάνε από το μηδέν. Περίπου το 80% συνεχίζουν να
λειτουργούν ύστερα από 5 χρόνια. Η δεύτερη κατηγορία είναι η μετατροπή
ενώσεων προσώπων σε συνεταιρισμούς. Αποτελούν περίπου το 30% των
νέων συνεταιριστικών επιχειρήσεων, είναι συνήθως μετεξέλιξη συλλόγων
εθελοντών και μπορεί να έχουν και πάνω από 100 εργαζομένους. Εχουν το
υψηλότερο ποσοστό επιβίωσης, με πάνω από 95% να συνεχίζουν τη
λειτουργία τους ύστερα από 5 χρόνια».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ειδικά για την Ελλάδα που προσπαθεί να ανακάμψει
από την οικονομική κρίση, έχει η τρίτη κατηγορία: «Πρόκειται για επιχειρήσεις
λίγο πριν ή μετά τη χρεοκοπία, στις οποίες οι εργαζόμενοι μοιράζονται τις
μετοχές, δημιουργώντας εργατικούς συνεταιρισμούς. Το 65% συνεχίζουν σε
βάθος πενταετίας. Και πάλι οι προοπτικές τους είναι καλύτερες από τις
συμβατικές επιχειρήσεις, που η μία στις δύο έχει κλείσει έπειτα από 5
χρόνια».
Η ανθεκτικότητα, μας λέει η Ιζαμπέλ, είναι το δυνατό χαρτί των
συνεταιρισμών.
«Στη Γαλλία, ο νόμος για την ΚΑΛΟ άλλαξε πριν από τρία χρόνια
αναγνωρίζοντας τη μορφή Συνεταιρισμών Απασχόλησης και Εργασίας (CAE –
coopérative d’activité et d’emploi). Είναι ενώσεις ελεύθερων επιχειρηματιών-
μισθωτών, που συνασπίζονται σε μια συνεταιριστική πλατφόρμα. Ενώ έχουν
διαφορετικά επαγγέλματα και αναζητούν ο καθένας τους δικούς του πελάτες,
απολαμβάνουν κάποια προνόμια μισθωτής απασχόλησης: ασφάλιση, άδεια
μετ’ αποδοχών, επιδόματα κ.λπ.».
Ποια η συμμετοχή των συνεταιρισμών στην ΚΑΛΟ;
«Η ΚΑΛΟ στη Γαλλία είναι ένας ευρύτατος τομέας, στον οποίο οι
συνεταιρισμοί είναι μόλις το 12%. Οι συνεταιρισμοί εργαζομένων διακρίνονται
σε SCOP (Sociétés Coopératives Participatives – Συνεργατικές Συμμετοχικές
Ενώσεις) και και SCIC (Société Coopérative d’Intérêt Collectif, Συνεργατικές
Ενώσεις Συλλογικού Συμφέροντος). Ενώ στις SCOP η πλειοψηφία των
μετόχων είναι και εργαζόμενοι του συνεταιρισμού, στις SCIC συμμετέχουν
εργαζόμενοι, φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης, εθελοντές, ιδιωτικές εταιρείες,
χρήστες υπηρεσιών κ.λπ. Κοινό στοιχείο είναι η δημοκρατική λήψη
αποφάσεων, σε γενικές συνελεύσεις, βασισμένη στην αρχή “ένα μέλος, μία
ψήφος”».
Τι άλλο διαφοροποιεί τους συνεταιρισμούς από τις υπόλοιπες
επιχειρήσεις;
«Δίνουν ίσες ευκαιρίες σε όλους. Περισσότερες γυναίκες είναι εκλεγμένες σε
διοικητικά συμβούλια συνεταιρισμών, από ό,τι σε συμβατικές επιχειρήσεις.
Εργαζόμενοι που δεν έχουν ολοκληρώσει την τυπική εκπαίδευση έχουν
μεγαλύτερες ευκαιρίες επαγγελματικής εξέλιξης, καθώς εκλέγονται από τους
ίδιους τους συναδέλφους τους».
Σε τι χρωστάνε οι συνεταιρισμοί την οικονομική τους βιωσιμότητα;
«Δίνουν έμφαση στην ανάπτυξη του συνεταιρισμού, όχι στα κέρδη των
μετόχων. Γι’ αυτό και το 40% των κερδών επανεπενδύεται στην κοινή
συνεταιριστική “τράπεζα”. Το αντίστοιχο ποσοστό στις συμβατικές
επιχειρήσεις είναι μόλις 5%. Η πλειονότητα των συνεταιρισμών είναι
αυτοχρηματοδοτούμενοι και δεν βασίζονται στο κράτος. Η ένωση των
συνεταιρισμών, ο SCOP, χρηματοδοτείται κατά 75% από συνδρομές μελών
και ενισχύεται κατά 25% από το κράτος»,
Κόρη μετανάστη από την Πορτογαλία, η Ιζαμπέλ Χόρχε σπούδασε Πολιτική
Οικονομία και εργάστηκε σε μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις, πριν να
μεταπηδήσει, το 2004, στον τομέα της συνεργατικής οικονομίας.
«Ο πατέρας μου εργάστηκε σε έναν από τους πρώτους κατασκευαστικούς
συνεταιρισμούς της Γαλλίας, σε έργα οδοποιίας. Ενώ ήταν μετανάστης και δεν
είχε ανώτερη εκπαίδευση, μέσα σε τρία χρόνια εκλέχθηκε στο διοικητικό
συμβούλιο από τους ίδιους τους συναδέλφους του. Επειτα από χρόνια, είχα
σχεδόν ξεχάσει την ιστορία του πατέρα μου, όταν γνώρισα το URSCOP. Η
πρώτη μου σκέψη ήταν “Α, αυτό το παλιό πράγμα ζει ακόμα;”». Οπως
αποδείχθηκε, η συνεταιριστική οικονομία στη Γαλλία όχι μόνο ζει, αλλά και
βασιλεύει.
Η εν λόγω μελέτη αποτυπώνει με σαφήνεια την υφιστάμενη κατάσταση,
καταγράφει τις θεσμικές και άλλες παθογένειες και συγκριτικά δείχνει τις
προοπτικές και τα περιθώρια που σήμερα υπάρχουν στη χώρα μας για
ουσιαστική αναβάθμιση του ρόλου των συνεταιρισμών.
Η επισκόπηση των συνεταιρισμών στις ευρωπαϊκές χώρες δείχνει ότι για
μεγάλο χρονικό διάστημα όλα τα κράτη μέλη έχουν συνεταιριστική παράδοση.
Αλλά με διαφορές προέλευσης: μερικές φορές ήταν το εργατικό κίνημα, ενώ
σε άλλες περιοχές η Καθολική Εκκλησία, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο.
Σε ορισμένες χώρες (Δανία, Κάτω Χώρες, Ιρλανδία) η συνεταιριστική ιστορία
συνδέεται με σημαντικές μεταβάσεις, κρίσης και κακουχίες. Σε άλλες χώρες
(όπως η Φινλανδία) συνδέεται με τον αγώνα για την ανεξαρτησία της – αυτές
οι αναμνήσεις φαίνεται να βοήθησαν να διατηρηθεί μια θετική συλλογική
στάση.
Γενικές οικονομικές συμπεριφορές και πολιτικές απόψεις επηρεάζουν επίσης,
πάρα πολύ.
Η φιλελεύθερη στάση και οι απότομες αλλαγές δεν έχουν ωφελήσει τους
συνεταιρισμούς, π.χ., τη Σουηδία και την Εσθονία.
Ορισμένες φορές κάποια πολιτικά καθεστώτα ήταν εχθρικοί προς τους
συνεταιρισμούς (π.χ. η περίοδος της δικτατορίας στην Πορτογαλία και την
Ισπανία).
Αναποτελεσματικές πολιτικές και ευκαιριακοί συνεταιριστικοί ηγέτες
μπορεί να προκάλεσαν σοβαρές βλάβες, όπως προκύπτει από την
ελληνική εμπειρία. Και φυσικά υπάρχει η σοσιαλιστική-εμπειρία που μέχρι
σήμερα έχει σημαντική επίδραση στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Είναι
εκπληκτικό το πόσο διαφορετικά οι μεταβατικές διαδικασίες μετά το 1989
έχουν κινηθεί στην συνεταιριστική ανάπτυξη.
Η επισκόπηση δείχνει επίσης πόσο διαφορετική είναι η εθνική
συνεταιριστική νομοθεσία, και πώς αυτό έχει επηρεάσει μοντέλα
εσωτερικής διακυβέρνησης.
Θέτει το σημαντικό ερώτημα:
Σε ποιο βαθμό τα θέματα εσωτερικής διακυβέρνησης για την οργάνωση
και εύρυθμη λειτουργία του συνεταιρισμού, είναι σημαντικά; και αν αυτό
είναι σχετικό, τι αυτό συνεπάγεται για την συνεταιριστική νομοθεσία
Όσον αφορά τα μερίδια αγοράς των συνεταιρισμών η επισκόπηση
παρουσιάζει σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών με την Ελλάδα μόνο
στο 18% όταν ο μέσος όρος των 27 χωρών της Ε.Ε. είναι 40% (που
ερευνώντας για εξηγήσεις αποδίδεται κυρίως στο θεσμικό περιβάλλον,
συμπεριλαμβανομένων των νομικών, ιστορικών και κοινωνικών πτυχών) και
μεταξύ των κλάδων.
Γαλακτοκομικά και φρούτα & λαχανικά είναι συχνά κλάδοι με σημαντικά
μερίδια αγοράς για τους συνεταιρισμούς. Αλλά ακόμα και στα γαλακτοκομικά
υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των, π.χ. στην Αυστρία και την Δανία σε
σχέση με τη Γαλλία και τη Γερμανία.
Οι διαφορές είναι ακόμη μεγαλύτερες, εάν κοιτάξει κανείς σε κλάδους όπως
η ζάχαρη (π.χ. το Βέλγιο σε σχέση με τη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες)
ή ελαιόλαδο (Ιταλία έναντι της Ισπανίας!).
Το επόμενο κεφάλαιο έχει επικεντρωθεί με μεγαλύτερη λεπτομέρεια σε οκτώ
κλάδους.
Με άλλα λόγια, η συνεταιριστική ανάπτυξη στην Ευρώπη μερικές φορές
χαρακτηρίζεται από το επιτυχημένο διεθνούς προσανατολισμού τύπο
«ιδιωτικών» επιχειρήσεων στη Βόρεια-Δυτική Ευρώπη, και τον πιο
παραδοσιακό και κοινωνικό προσανατολισμό, που αγωνίζεται με τα θέματα
εσωτερικής διακυβέρνησης, στις χώρες της Μεσογείου.
Η συνεταιριστική ανάπτυξη είναι μάλλον προβληματική στα νέα κράτη μέλη,
λόγω της σοσιαλιστικής πολιτιστικής κληρονομιάς και της έλλειψη
εμπιστοσύνης και ηγετικών ικανοτήτων.