Ο διατροφικός τομέας είναι ένας από τους τρεις βασικούς τομείς, από τους οποίους εξαρτάται ο βιοπορισμός των οικονομικών αδυνάτων, στα πιο απαραίτητα αγαθά που χρειάζονται στη διαβίωση. Για τις επίσης μικρές αγροτικές καλλιέργειες και κτηνοτροφία είναι ένα συμπληρωματικό εισόδημα, αυξάνει τους χαμηλούς αριθμούς καθώς προσφέρει και επιπλέον θέσεις για τις κοινωνικές ανάγκες. Για ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας ο κατώτατος μισθός μόλις φτάνει για τις βασικές ανάγκες και καλύπτει μόνο την επιβίωση, όπως είναι η ενέργεια, η διατροφή και η κατοικία ενώ δεν καλύπτει τις ανάγκες για την παιδεία και την υγεία. Έτσι η συμμετοχή αυτών των πολιτών σε αγροτικούς ή καταναλωτικούς συνεταιρισμούς μπορεί να περιλαμβάνει συμπληρωματικό εισόδημα ή και να μειώσει το κόστος διαβίωσης.Επιπλέον μπορεί να δημιουργηθεί για ενίσχυση της τοπικής απασχόλησης, εκεί που χρειάζεται μια οικονομία για να αξιοποιηθούν οι μικροκαλλιεργητές. Κι αυτό κάνει την προώθηση της κοινωνικής οικονομίας στον αγροτικό τομέα με τη μορφή των παραγωγικών και καταναλωτικών συνεταιρισμών. Γενικότερα, στην Ευρώπη παρατηρείται ότι υπάρχει η τάση αναγέννησης των συνεταιρισμών. Και όπως τονίσαμε και σε προηγούμενα κεφάλαια οι ανενεργοί πόροι τόσο στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, όσο και στους μικροϊδιοκτήτες γης.


Αυτές οι συνθήκες είναι πρόκληση για την αξιοποίηση ανενεργών πόρων μέσω των συνεταιρισμών. Η επισιτιστική κρίση και η ακρίβεια στα αγροτικά προϊόντα που απειλούν εκτός των άλλων και την Ευρώπη, είναι ένας επιπλέον λόγος για να εξετάσουμε την τοπική αγροδιατροφική αυτάρκεια όπως και την αντιμετώπιση των επιπτώσεων του αυξημένου ενεργειακού κόστους και της ενεργειακής κρίσης που επηρεάζει την αγροτική παραγωγή.

Η αναζωογόνηση των Συνεταιρισμών και η βιωσιμότητα των μικρών παραγόντων

Στην Ευρώπη αναγέννηση των συνεταιρισμών την τελευταία δεκαετία είναι ένα αξιοσημείωτο γεγονός για τις οικονομικές τάσεις. Σε 160.000 ανέρχεται ο αριθμός των συνεταιριστικών προϊόντων που
λειτουργούν στην Ευρώπη, έχοντας 123 εκατομμύρια μέλη και
προσφέροντας εργασία σε 5,4 εκατ. άτομα. Μάλιστα, σε χώρες όπως η
Γερμανία, η Ιταλία, η Γαλλία ή η Ισπανία, εμφανίζονται να έχουν
υψηλότερες επιδόσεις, ενώ αναδεικνύονται σταθερές σε
περιόδους κρίσης.Τούτα αναφέρονται, μεταξύ άλλων, σε γνωμοδότηση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Συνεργισμοί και αναδιάρθρωση», στην οποία χαρακτηριστικά τονίζεται ότι «ταστοιχεία δείχνουν ότι σε περιόδους κρίσης οι συνεταιρισμοί είναι πιο ανθεκτικοί και σταθεροί απ’ ότι άλλες μορφές και είναι σε θέση να αναπτύξουν πρωτοβουλίες». Σε οργανικό θεσμικό επίπεδο πάνω 3. 800 μεγάλες δευτεροβάθμιες ενώσεις παραγόντων που αναγνωρίζονται από τις εθνικές αρχές σε 25 διαφορετικά κράτη μέλη. Η Γερανία, η Ισπανία, η Γαλλία και η Ιταλία είναι τα τέσσερα κράτη μέλη με τις περισσότερες Ομάδες Παραγωγών ή Ενώσεις ομάδων Παραγωγών, Η Κομισιόν, αναγνωρίζει τις θετικές επιδράσεις των Οργανώσεων Παραγωγών στον πρωτογενή τομέα. Περισσότερο από το 50% των αναγνωρισμένων οργανώσεων παραγωγών λειτουργούν στους τομείς των φρούτων και λαχανικών (1.851). Πάνω από 100 αναγνωρισμένες οργανώσεις, δραστηριοποιούνται σε επτά άλλους τομείς, τα γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα (334), το ελαιόλαδο και επιτραπέζιες ελιές (254), τον οίνο (222), το βόειο κρέας (210), τα δημητριακά (177) και το χοιρινό κρέας (101). Στο Ηνωμένο Βασίλειο οι συνεταιρισμοί γνωρίζουν άνθηση σε όλους τους τομείς και είναι χαρακτηριστικό ότι μετά το 2009 ο κύκλος εργασιών τους αυξήθηκε κατά 10%, όταν η βρετανική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 4,9%. Το 2010 ο συνεταιριστικός τομέας συνέχισε να αναπτύσσεται κατά 4,4% σε σύγκριση με την ανάπτυξη επί του συνόλου της οικονομίας του Ηνωμένου Βασιλείου της τάξης του 1,9%. Στην Ιταλία η απασχόληση σε συνεταιρισμούς αυξήθηκε 3% το 2010, ενώ η απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα σημειώνει μείωση της τάξης του 1%. Η κρίση στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας έχει ως αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό του αριθμού των κοινωνικών συνεταιρισμών με γοργό ρυθμό. Οι συνεταιρισμοί έχουν μεγαλύτερο προσδόκιμο επιβίωσης. Το ένα τρίτο των συνεταιρισμών που συστάθηκαν μεταξύ 1970 και του 1989 εξακολουθούν να λειτουργούν έναντι ενός τετάρτου στην περίπτωση των άλλων προϊόντων. Στην περίπτωση της Ισπανίας, η οποία έχει πληγεί σοβαρά από την κρίση, η μείωση της απασχόλησης το 2008 και το 2009 ήταν η τάξη της του 4,5% στον τομέα των συνεταιρισμών έναντι 8% στις συμβατικές επιχειρήσεις. Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και η Κοινωνική Επιτροπή εκτιμά ότι οι συνεταιρισμοί θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε όλες τις πολιτικές της ΕΕ που συμβάλλουν στην έξυπνη, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη, σημειώνοντας παράλληλα πως πρέπει να διασφαλιστεί η διασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού μεταξύ συνεταιρισμών και άλλων βιομηχανία. Επίσης, τονίζει πως τα προγράμματα και τα ταμεία που προβλέπονται για την επικείμενη δημοσιονομική περίοδο 2014-2020, πρέπει να αποβούν χρήσιμα εργαλεία για τη στήριξη των συνεταιρισμών. Η Ελλάδα έχει περιορισμένη έκταση συνεταιριστικής δραστηριότητας στο πλαίσιο της κοινωνικής οικονομίας. Μόλις το 0,4% στο σύνολο της οικονομίας είναι η συμμετοχή των αγροτικών Συνεταιρισμών. Υπάρχουν, όμως, αρκετά καλά παραδείγματα που κάνουμε ότι, εκεί που σωστά η Συνεταιριστική Επιχείρηση επιδρά κατατικά στην τοπική κοινωνία και την τοπική απασχόληση.

Σε τι χρωστούν οι συνεταιρισμοί την οικονομική τους βιωσιμότητα;

Οι συνεταιρισμοί οφείλουν την ανθεκτικότητά τους στο γεγονός ότι δίνουν έμφαση στην ανάπτυξη του συνεταιρισμού, όχι στα κέρδη των μετόχων. Γι’ αυτό και το 40% των κερδών επανεπενδύεται στην κοινή συνεταιριστική “τράπεζα”. Το αντίστοιχο ποσοστό στις συμβατικές επιχειρήσεις είναι μόλις 5%. Η πλειονότητα των συνεταιρισμών είναι αυτοχρηματοδοτούμενοι και δεν βασίζονται στο κράτος. Οι συνεταιρισμοί εμφανίζονται εκεί που οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις εγκαταλείπουν λόγω χαμηλής κερδοφορίας ενώ αντίθετα οι συνεταιρισμοί επιχειρούν ακόμη και με πολύ χαμηλό κέρδος. Με δεδομένες τις συνθήκες χαμηλής κερδοφορίας στον αγροδιατροφικό τομέα, ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος για την εφαρμογή του οικονομικού κλίματος είναι η μαζική αύξηση του βαθμού συνεργασίας στο πλαίσιο της συνεργατικής οργάνωσης, σε όλα τα επίπεδα και με όλους τους τρόπους. Παραδοσιακά, άλλωστε γνωρίζουμε ότι οι συνεταιρισμοί ήταν ένας τρόπος επιβολής μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, που ενώνουν χρηματικά διαθέσιμα για να αγοράσουν πρώτες ύλες και προϊόντα με εκπτώσεις, μειώνοντας τα λειτουργικά τους έξοδα και διατηρώντας κοινά τμήματα με οικονομικές κλίμακες. Στην εξέλιξή τους όμως πολλοί από αυτούς έγιναν κανονικές μετοχικές κερδοσκοπικές εταιρείες και αποκόπηκαν από τον αρχικό προορισμό τους. Βεβαίως κάθε μορφή επιχειρηματικότητας είναι αποδεκτή και μπορεί να συμβάλλει στη βιώσιμη ευημερία της κοινωνίας , αλλά δεν έχει το ίδιο κοινωνικό αντίκτυπο ούτε την ίδια κοινωνική ωφέλεια ώστε να τυγχάνει χορηγιών από το κράτος και την κοινότητα. Δυο είναι οι βασικοί λόγοι αυτής της ανόδου του συνεργατισμού ιδιαίτερα μετά την κρίση του 2008. Πρώτη, η σταδιακή συρρίκνωση και απόσυρση του κράτους πρόνοιας που αυξάνει τις κοινωνικές ανάγκες αλληλογραφίας.
Και δεύτερον η διογκούμενη τεχνολογική ανεργία.

Όταν το κράτος άρχισε να αποσύρεται, η ιδιωτική φιλανθρωπία προσπάθησε να καλύψει το κενό χρηματοδοτώντας μη κερδοσκοπικές πρωτοβουλίες, αλλά τα διαθέσιμα κεφάλαια για τις κοινότητες ήταν ελάχιστα σε σύγκριση με τα κρατικά έσοδα. Παγιδευμένοι ανάμεσα σε ένα αυξημένο κοινωνικό φορτίο αλλά με μειωμένα έσοδα για την αντιμετώπιση κρίσιμων αναγκών της κοινότητας, οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί άρχισαν να αναζητούν νέα επιχειρηματικά μοντέλα που θα μπορούσαν να ταιριάζουν με την πρωταρχική τους αποστολή και να παράσχουν συμπληρωματική πηγή εσόδων για τη λειτουργία και την επέκταση των υπηρεσιών τους. Η προοπτική ενός παραδειγματικού μοντέλου που μπορεί να μειώσει το οριακό κόστος κοντά στο μηδέν, κάνει την ιδιωτική επιχείρηση λιγότερο αποτελεσματική, επειδή η επιβίωσή της εξαρτάται από τη μεγιστοποίηση του κέρδους. Οι συνεταιρισμοί είναι λοιπόν το μοναδικό επιχειρηματικό μοντέλο που θα μπορέσει να λειτουργήσει σε έναν τομέα που η ανταγωνιστικότητα των μεγάλων μονοκαλλιεργειών έχει μειώσει δραματικά τα έσοδα των μικροκαλλιεργητών. Το κλειδί λοιπόν των μικρών εκμεταλλεύσεων βρίσκεται στις επενδύσεις στις κοινωνικές επιχειρήσεις που δεν αποσκοπούν στον κέρδο, αλλά προσφέρουν εργασία, και συμπληρωματικό εισόδημα στην τοπική κοινωνία και από την άλλη μεριά μειωμένο κόστος κοινωνικών υπηρεσιών. Μ’αυτή την προσέγγιση διαβλέπουμε ότι θα έχουμε μια αυξανόμενη ζήτηση για κοινωνικούς, ενεργειακούς και καταναλωτικούς συνεταιρισμούς με στόχο τη μείωση του κόστους των συναλλαγών και συμπληρωματικά εισοδήματα για τα νοικοκυριά.

Η κοινωνικά υποστηριζόμενη γεωργία

Η οργάνωση καινοτομία στον αγροδιατροφικό τομέα είναι κοινωνική υποστηρικτική γεωργία. Η κοινοπραξία παραγωγών και καταναλωτών. Αυτό σημαίνει άμεση συνεργασία μεταξύ μιας οργανωμένης ομάδας Καταναλωτών με έναν ή με περισσότερους από τη διατροφή των διατροφικών προϊόντων, όπου υπάρχουν και οι ζημιές Γεωργικών δραστηριοτήτων μοιράζονται από κοινού σε παραγωγούς και παρέχονται χωρίς την Εμπορική Διαμεσολάβηση. Είναι ένα πιο προχωρημένο στάδιο συνεργασίας από τους συνεταιρισμούς παραγωγών. Η οργανωτική επικοινωνία σήμερα μεταξύ καταναλωτών και παραγωγών διευκολύνεται από το διαδίκτυο. Η «Κοινοτική Υποστηριζόμενη Γεωργία» γεννήθηκε στην Ευρώπη και την Ιαπωνία τη δεκαετία του 1960 και εξαπλώθηκε στην Αμερική και τον Καναδά στα μέσα της δεκαετίας του 90 σήμερα εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη. Η «κοινωνική υποστηρικτική Γεωργία» ως προς τη διαδικασία και το σχεδιασμό μοιάζει με τη συμβολαιακή Γεωργία αλλά, διαφέρει ως προς τον κοινωνικό στόχο. Στη συμβολαιακή συμπράττουν παράγωγα με μεγάλους διαμέσους Γεωργικών αγροτικών προϊόντων, ενώ στην Κοινωνική υποστηρικτική Γεωργία συμπράττουν τα παράγωγα με τους κινητοποιητές τους. Σήμερα, αυτές οι κοινότητες Παραγωγών και Καταναλωτών στον αγροδιατροφικό τομέα, μαζί με τις ενεργειακές κοινότητες αποτελούν τους καταλύτες για την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας. Πώς λειτουργεί όμως πρακτικά αυτή η συνεργατική σχέση παραγωγών Καταναλωτών; Επί της ουσίας οι εργασίες γίνονται εταίροι- μέτοχοι της παραγωγικής διαδικασίας για να δείτε τα συγκεκριμένα αγροκτήματα που καταναλώνουν. Οι πληροφορίες, που συνήθως διαμένουν σε πόλεις, καταβάλλουν ένα σταθερό χρηματικό ποσό για να καλύψουν τα έξοδα των αγροτών. Ως αντάλλαγμα , λαμβάνουν ένα μερίδιο από τη συγκομιδή. Συνήθως , το μερίδιο συνίσταται σε ένα κιβώτιο προϊόντων και λαχανικά που παραδίδονται στην πόρτα του σπιτιού τους (ή σε κάποιο προκαθορισμένο σημείο παραλαβής) αμέσως μετά τη συγκομιδή τους, με αποτέλεσμα να υπάρχει μια σταθερή τοπική ροή προς τους εσωτερικούς τους. Στα περισσότερα από τα αγροκτήματα αυτές τις οικολογικές πρακτικές και οργανικές μεθόδους καλλιέργειας. Καθώς η Κοινοτικά Υποστηριζόμενη Γεωργία είναι ένα κοινοπρακτικό εγχείρημα, που βασίζεται στον επιμερισμό του ρίσκου ανάμεσα στα σημεία και τους αγρότες, οι πληροφορίες που επωφελούνται όταν η σοδειά είναι καλή και υφίστανται μιας κακής λογικής συνέπειες. Αν η σοδειά πληγεί από μια κακοκαιρία ή συμβεί κάποιο άλλο ατύχημα, οι πληροφορίες που αναφέρονται στις ζημιές μειώνοντας τα διατροφικά είδη που παραδίδονται σε εβδομαδιαία βάση. Αυτού του είδους ο επιμερισμός του ρίσκου και της ανταμοιβής ενώνει το κοινό και τους αγρότες. Το Διαδίκτυο διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην επαφή ανάμεσα στους αγρότες και τους στόχους τους, καθώς επιτρέπει την κατανεμημένη και συνεργατική οργάνωση της διατροφικής αλυσίδας. Έτσι μέσα σε μερικά χρόνια , η Κοινοτικά Υποστηριζόμενη Γεωργία, επεκτάθηκε διεθνώς από μια δράκα πιλοτικών κοινοπραξιών σε σχεδόν τρεις χιλιάδες επιχειρήσεις που προμηθεύονται δεκάδες χιλιάδες. Το μοντέλο «Κοινοτικά Υποστηριζόμενης Γεωργίας» θέλγει ιδιαίτερα τη νεότερη γενιά , η οποία είναι εξοικειωμένη με την ιδέα της συνεργασίας σε ψηφιακούς κοινωνικούς χώρους επεκτείνεται και στον αγροδιατροφικό τομέα. Επιπλέον, η όλο και μεγαλύτερη απήχηση της Κοινοτικά Υποστηριζόμενης Γεωργίας αντικατοπτρίζει τόσο την αυξανόμενη καταναλωτική συνείδηση, όσο και το ενδιαφέρον για την αναγκαιότητα να μειωθεί το οικολογικό αποτύπωμα. Συμβάλλοντας στην εξέταση των πετροχημικών λιπασμάτων και εντομοκτόνων, των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, αλλά και του κόστους, διαφήμισης και προώθησης που συνδέονται με την υφιστάμενη αλυσίδα παραγωγής και διανομής τροφίμων, οι εταιρείες που συμμετέχουν στο μοντέλο της Κοινοτικής Υποστηριζόμενης Γεωργίας απολαμβάνουν έναν πιο βιώσιμο τρόπο. ζωής. Όλο και περισσότεροι αγρότες που συμμετέχουν στο μοντέλο της Κοινοτικά Υποστηριζόμενης Γεωργίας, έχουν αρχίσει να μετατρέπουν τις αγροικίες τους σε μικρούς ηλεκτροπαραγωγικούς σταθμούς, χρήση ηλιακής ενέργειας, αιολική ενέργεια, γεωθερμική και βιομάζα, με συνέπεια τη μείωση του ενεργού κόστους. Από την εξοικονόμηση αυτή επαληθεύονται και οι πληροφορίες , καθώς μειώνεται το χρηματικό ποσό που καταβάλλει ως συνδρομή. Σε όλες αυτές τις νέες συνεργατικές πρακτικές που καλύπτουν όλο το φάσμα της οικονομίας, η οριζόντια διάρθρωση υπερτερεί της κάθετης δομής των παραδοσιακών κολοσσιαίων επιχειρήσεων που οργανώνουν ιεραρχική οικονομική δραστηριότητα. Ως συνέπεια η διακίνηση των προϊόντων από πόρτα σε πόρτα χρειάζεται για την εργασία ανθρώπινου δυναμικού και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερα τεχνικά προσόντα.

Η στήριξη της τοπικής αυτάρκειας

Το πρόβλημα της τοπικής αυτάρκειας στη διατροφή τίθεται επιτακτικά μετά την ενεργειακή και επισιτιστική ακρίβεια στην Ευρώπη. Την ίδια περίοδο που η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας γίνεται ακριβής σε βασικά είδη όπως η ενέργεια και η διατροφή. Την ίδια περίοδο που το μοντέλο της μονοκαλλιέργειας των μεγάλων Γεωργικών εκμεταλλεύσεων γίνεται προβληματικό από το υψηλό κόστος της ενέργειας και των μεταφορών. Οι αντανακλούν και στον τομέα αυτό με περιορισμό στην απασχόληση. Γνωρίζουμε ότι, η παγκοσμιοποίηση προώθησε τις μεγάλες μονοκαλλιέργειες εις βάρος της άλλης τοπικής αγροδιατροφικής αυτάρκειας. Κυριάρχησε στις αγορές με την έννοια της ανταγωνιστικότητας βρίσκοντας φθηνότερο εργατικό κόστος και ενεργειακό κόστος. Αυτό είχε ως συνέπεια τη δημογραφική εγκατάλειψη του αγροτικού χώρου αφού η εκβιομηχάνιση της γεωργίας ήθελε λιγότερα χέρια. Ωστόσο το μοντέλο της παγκοσμιοποίησης της Γεωργίας παρουσιάζει σήμερα ρωγμές από την ανεργία που προκαλεί. Αλλά και για τις επιδράσεις στο πολιτισμικό ζήτημα της εσωτερικής μετανάστευσης από το χωριό στην πόλη (της αστικοποίησης) προκαλώντας τη δημογραφική ερμηνεία της υπαίθρου και κατά συνέπεια τη μείωση της απασχόλησης στον αγροτικό χώρο που υπάρχουν πολλοί κατακερματισμένοι πόροι. Μετά από μια γεωργία βασισμένη στα πετροχημικά που είχε ως συνέπεια να γίνει είδος υπό εξαφάνιση τα οικογενειακά αγροκτήματα και να γεννηθούν οι κολοσσιαίες αγροτοβιομηχανίες, όπως η Cargill και η ADM, μια νέα γενιά αγροτών ανατρέπει τις ισορροπίες , πουλώντας τα προϊόντα τους απευθείας στους ανταγωνιστές. Από τη στιγμή μάλιστα που η παγκοσμιοποίηση μία σειρά από λόγους ακριβείας καθώς και για το «φθηνό εργατικό κόστος» στις αναπτυσσόμενες χώρες, εκ των πραγμάτων τίθεται το ζήτημα της τοπικής αυτάρκειας ως εναλλακτική στάση για τη βιωσιμότητα στην τοπική οικονομία. Το πρόβλημα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης της αγοράς αλλά με τη μείωση του κόστους παραγωγής και σε τοπικό επίπεδο. Έτσι παρατηρούμε ότι στον τομέα της αγροδιατροφής υπάρχει ζήτηση απασχόλησης για εργατικά χέρια αλλά δεν υπάρχει η αντίστοιχη προσφορά γιατί οι άνεργοι βρίσκονται στα αστικά κέντρα και είναι δύσκολο να μετεγκατασταθούν στα χωριά χωρίς κοινωνικές υποδομές. Πώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα μέσα από την ενδυνάμωση της συνεργατικής κουλτούρας Ο οικονομικός στόχος για την τοπική οικονομία που χρειάζεται για το παραδειγματικό μοντέλο και τις θεσμικές και οργανωτικές υποδομές για την ανάπτυξη του συνεργατισμού και της κοινωνικής οικονομίας που είναι απαραίτητος για την τοπική οικονομία Το ζήτημα των υλικών και των κοινωνικών υποδομών είναι θεμελιώδους σημασίας και χρειάζεται παρεμβατισμός από το κράτος και την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Χρειάζονται προγράμματα κοινωνικής κατοικίας για τη μετεγκατάσταση των νέων γεωργών. Παραχώρηση σχολαζουσών γαιών για κοινωνικά αγροκτήματα με δενδροκαλλιέργειες και δασών σε συνεταιρισμούς. Υποδομές για φυσικά πάρκα και υποδομές αγροτουρισμού. Ενίσχυση των ενεργειακών κοινοτήτων για δραστική μείωση του κόστους της ενέργειας. Ταμιευτήρων νερού για την ενίσχυση της κτηνοτροφίας και της Γεωργίας με φθηνές ζωοτροφές με στόχο τη βιωσιμότητα των αγροτικών και κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων αλλά και την ενίσχυση της τοπικής απασχόλησης. Χρειάζεται τέλος, παρεμβατισμός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην τοπική κοινωνική οικονομία και πρόγραμμα, με έτος προϋπολογισμού για την ενίσχυση των υποδομών της κοινωνικής οικονομίας.

Υποσημείωση: «Σήμερα, πάνω από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι είναι μέλη συνεταιρισμών – δηλαδή ένας στους επτά κατοίκους της Γης. Πάνω από εκατό άτομα απασχολούνται από συνεταιρισμούς, ή 20% περισσότεροι από τους εργαζόμενους σε πολυεθνικές εταιρείες. Οι τριακόσιοι μεγαλύτεροι συνεταιρισμοί έχουν ίσο αριθμό μελών με τη δέκατη χώρα σε πληθυσμό στον κόσμο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Γερμανία ένας στους τέσσερεις είναι μέλος συνεταιρισμού. Στον Καναδά, τέσσερεις στους δέκα κατοίκους είναι μέλη συνεταιρισμών. Στην Ινδία και στην Κίνα τετρακόσια άτομα ανήκουν σε συνεταιρισμούς. Στην Ιαπωνία, μία στις τρεις οικογένειες είναι μέλος συνεταιρισμού και στη Γαλλία τριάντα δύο άτομα συμμετέχουν σε συνεταιρισμούς. Στις Ηνωμένες Πολιτείες υπάρχουν 29.000 συνεταιρισμοί, με εκατό εκατομμύρια μέλη, και διαθέτουν 73.000 επαγγελματικούς χώρους σε όλη τη χώρα». Τζ. Ρίφκιν