Η διεθνής εμπειρία και η περίπτωση της Ελλάδας
Ο οικοτουριστικός σχεδιασμός και η ανάπτυξη οικοτουριστικού προϊόντος
Ο οικοτουρισμός αποτελεί μια σύγχρονη και ανερχόμενη τάση στον διεθνή τουρισμό, που συνδυάζεται στρατηγικά τόσο με το ίδιο το προσφερόμενο τουριστικό προϊόν, όσο και με τις παραμέτρους της περιφερειακής ανάπτυξης, της διατήρησης του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος και της αναβάθμισης της ποιότητας ζωής.
Στην Ευρώπη και τη μεσόγειο ο οικοτουρισμός αντιμετωπίζεται τόσο ως συμπληρωματικό προϊόν, για την ενίσχυση του προσφερόμενου τουριστικού προϊόντος σε ορισμένες χώρες και περιφέρειες, όσο και ως ξεχωριστό τουριστικό προϊόν, που αναπτύσσεται αυτόνομα σε περιοχές με στρατηγικό πλεονέκτημα.
Ένα από τα χαρακτηριστικά του οικοτουριστικού σχεδιασμού είναι ότι μπορεί να αμβλύνει την πίεση σε περιοχές υψηλής επισκεψιμότητας και να μειώσει την ευπάθεια και την εποχικότητα του τουριστικού κλάδου, γενικότερα. Ταυτόχρονα, μπορεί να προσελκύσει το ενδιαφέρον των κατοίκων των πόλεων, προσφέροντας ένα εναλλακτικό πρότυπο διακοπών, διαφορετικό από αυτό του ήλιου και της θάλασσας.
Επίσης, μπορεί να προσφέρει μοναδικές ευκαιρίες για την ανάπτυξη μειονεκτικών περιοχών σε απομακρυσμένες φτωχές αγροτικές περιφέρειες, παρεμβαίνοντας με τρόπο που εξασφαλίζει τις τοπικές παραγωγικές ιδιαιτερότητες, προστατεύει και αναδεικνύει το οικοσύστημα και την πολιτιστική κληρονομιά και χρησιμοποιεί κατάλληλες πηγές ενέργειας.
Ο οικοτουρισμός περιλαμβάνει δράσεις όπως σχεδιασμό δικτύου διαδρομών και μονοπατιών, προστασία και συντήρηση αρχαιοτήτων και παραδοσιακά χτισμένων οικημάτων, διαμορφωτικές ενέργειες για την εκμετάλλευση παραδοσιακών οικημάτων σε ξενώνες κ.τ.λ. Η ανάπτυξή του αποτελεί το σημείο – κλειδί για την αξιοποίηση των φυσικών και πολιτιστικών διαθεσίμων κάθε τόπου καθώς και για την αναζωογόνηση και επανακατοίκηση της υπαίθρου.
Ωστόσο, ακριβώς επειδή ο οικοτουρισμός θεωρείται ως ολιστικό σύστημα παρέμβασης και ενεργοποιεί σημεία ζωτικής σημασίας για τις τοπικές κοινωνίες, θα πρέπει να απολαμβάνει την κοινωνική συναίνεση και να στηρίζεται ως στρατηγική επιλογή από όλους τους εμπλεκόμενους.
Επίσης, επειδή συχνά αποτελεί τον κύριο κορμό του τουρισμού σε ορεινές περιοχές, θα πρέπει να αναπτύσσεται πολύ ευσυνείδητα, λόγω της ευαισθησίας των πόρων πάνω στους οποίους στηρίζεται. Για το λόγο αυτό, ακόμη και η διακρατική – διασυνοριακή συνεργασία είναι απαραίτητη, προκειμένου να εξασφαλιστεί η προστασία των περιβαλλοντικών πόρων αλλά και για ανταλλαγή εμπειριών.
Η διαχείριση και οι ρυθμίσεις στον οικοτουρισμό – Αξιολογώντας την πρόοδο προς τη βιώσιμη ανάπτυξη
Η περιφέρεια της Μεσογείου, σχετικά με άλλες περιοχές του κόσμου, παρουσιάζει μικρή οικοτουριστική ανάπτυξη, καθώς ο μαζικός τουρισμός αποτελεί το κυρίαρχο μοντέλο και την κύρια πηγή εισοδήματος για πολλές χώρες. Μολαταύτα, σε ορεινές περιοχές με λίγο πληθυσμό, ο οικοτουρισμός φαίνεται να είναι μια βιώσιμη εναλλακτική επιλογή για σταθερή οικονομική ανάπτυξη.
Η περιφέρεια της Μεσογείου είναι άλλωστε μια από τις πιο περιεκτικές σε είδη χλωρίδας και πανίδας στον κόσμο, αλλά και σε διαφορετικές κουλτούρες. Η συντήρηση και ανάδειξη αυτών των περιβαλλοντικών και πολιτισμικών πόρων μπορεί να γίνει ο κύριος μοχλός κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης για αυτές τις ερημωμένες περιφέρειες.
Παρά τις διαφορετικές προσεγγίσεις που υπάρχουν από τους υποστηρικτές του οικοτουρισμού, υπάρχει ομοφωνία σχετικά με ορισμένες κοινές παραμέτρους, που είναι σημαντικές σαν εργαλεία για την εκτίμηση του επιπέδου των οικοτουριστικών προϊόντων και βοηθούν στην εξαγωγή συμπερασμάτων. Αυτές είναι:
Χρειάζεται αξιολόγηση με συγκεκριμένα κριτήρια για την εκτίμηση της επιτυχίας ή μη των οικοτουριστικών σχεδίων ανάπτυξης. Ορισμένα από αυτά είναι οι θετικές αλλαγές στο επίπεδο της επαγρύπνησης και της προστασίας του περιβάλλοντος, καθώς και η θετική επίδραση στην τοπική οικονομία, που επιτυγχάνονται στις περιφέρειες όπου ο εφαρμόζεται ο οικοτουρισμός.
Ο οικοτουρισμός, όταν λειτουργεί συνδυαστικά και συμπληρωματικά με άλλες μορφές τουρισμού, μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα για μια τοπική οικονομία.
Οι ετικέτες ποιότητας, όπως το Ευρωπαϊκό Σήμα για τον βιώσιμο τουρισμό, μπορεί να είναι πολύ χρήσιμα αναπτυξιακά εργαλεία, που βοηθούν τους επιχειρηματίες τουριστικών προορισμών να καθορίσουν κοινές στρατηγικές για την ανάπτυξη.
Τα σήματα ποιότητας συντελούν στη διασφάλιση της ανάπτυξης και της σωστής διαχείρισης του οικοτουρισμού σε περιφέρειες με προστατευόμενα περιβαλλοντικά συστήματα.
Η συμμετοχή όσο το δυνατό περισσοτέρων από τους εμπλεκομένους στον οικοτουρισμό, όπως είναι επιχειρήσεις, τοπικές κοινότητες και επισκέπτες, είναι η καλύτερη εγγύηση για σωστό σχεδιασμό σε πολιτικό και κεντρικό επίπεδο.
Ο ρόλος των μη κυβερνητικών οργανώσεων τείνει να γίνεται απαραίτητος στην αξιολόγηση της προόδου και στη διασφάλιση των εισροών από την ανάπτυξη του οικοτουρισμού.
Το μάρκετινγκ και η προβολή του οικοτουριμού: Φθάνοντας τους διαρκείς πελάτες
Συνήθως, στη Μεσόγειο και στην Ευρώπη, ο οικοτουριμός δεν αντιμετωπίζεται ως ένα ξέχωρο τουριστικό προϊόν, αλλά κυρίως ως ένα αποτελεσματικό εργαλείο μάρκετινγκ για τη βελτίωση του προφίλ των παράκτιων προορισμών. Οι διαρκείς πελάτες επισκέπτονται παράλληλα και τους παράκτιους, αλλά και τους οικοτουριστικούς προορισμούς. Συνεπώς, ο οικοτουρισμός αντιμετωπίζεται ως ένας συμπληρωματικός αναπτυξιακός μοχλός, για την υποστήριξη ολόκληρου του τουριστικού προϊόντος μιας χώρας ή μια περιφέρειας.
Τα πιο σημαντικά πορίσματα που απορρέουν από τις συζητήσεις σχετικά με το μάρκετινγκ και την προβολή του οικοτουρσμού συνοψίζονται στα εξής:
Ο οικοτουρισμός σε Μεσογειακές χώρες μπορεί να υποστηρίξει την εικόνα και να διαφοροποιήσει το τουριστικό προϊόν σε ευρύτερες περιοχές από αυτές του μαζικού τουρισμού.
Οι προστατευόμενες περιοχές μπορούν να διασφαλίσουν την οικονομική βάση της περιοχής παράλληλα με τη διατήρηση της φυσικής και περιβαλλοντικής κληρονομιάς, και να συνεισφέρουν σε ένα υψηλότερο επίπεδο ζωής και ποιότητας για τον τοπικό πληθυσμό.
Λόγω της παγκοσμιοποιημένης αγοράς του τουρισμού, μόνο οι περιοχές οι οποίες έχουν να επιδείξουν κάτι το ιδιαίτερο θα έχουν επιτυχία παγκοσμίως.
Μια ισχυρή σύνδεση μεταξύ οικολογικά ενεργών φορέων είναι αναγκαία, προκειμένου να επιτευχθεί οικονομική και περιβαλλοντική ισόρροπη τουριστική ανάπτυξη.
Το κόστος και τα οφέλη του οικοτουρισμού: Μια βιώσιμη κατανομή μεταξύ όλων των εμπλεκομένων φορέων
Αυτό που αναδεικνύεται από όλες τις θεωρητικές προσεγγίσεις γύρω από το θέμα είναι η σημασία της εμπλοκής του τοπικού πληθυσμού στην ανάπτυξη του οικοτουρισμού. Αυτός φαίνεται να είναι ο μοναδικός τρόπος, προκειμένου ο οικοτουρισμός να έχει θετική οικονομική συνεισφορά στον τοπικό πληθυσμό και στη διατήρηση των φυσικών και πολιτιστικών πόρων.
Βεβαίως, απαιτείται ένα αρχικό επίπεδο επένδυσης, προκειμένου η τοπική κοινωνία να ενεργοποιηθεί και να συμμετάσχει σε οικοτουριστικές δράσεις και δραστηριότητες. Άλλωστε, στις μη παράκτιες περιοχές ο οικοτουρισμός ίσως είναι η μοναδική ρεαλιστική εναλλακτική πρόταση που μπορεί, με κάποιο αρχικό κόστος επένδυσης, να οδηγήσει στην τόνωση της τοπικής ανάπτυξης και οικονομίας.
Τα κυριότερα σημεία στα οποία χρειάζεται να δοθεί έμφαση για τη βιώσιμη και ορθολογική ανάπτυξη του οικοτουρισμού, είναι τα ακόλουθα:
Υπάρχει ανάγκη για ευρείες πηγές χρηματοδότησης, από τον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα. Οι εθνικοί οργανισμοί τουρισμού μπορούν να παίξουν κυρίαρχο ρόλο στην ανάπτυξη του οικοτουρισμού, ως ένα αναπτυξιακό εργαλείο σε πολλά επίπεδα.
Οι επενδύσεις σε διαφορετικού είδους υποδομές στον οικοτουρισμό είναι χρήσιμες και σημαντικές.
Θα πρέπει να υπάρξει ένας αριθμός οργάνων χρηματοδότησης οικοτουριστικών δράσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν υποδομές στον οικοτουρισμό.
Οι μη κυβερνητικοί οργανισμοί μπορούν να εμπλακούν ενεργά στις οικοτουριστικές δράσεις και την κοινωνικο – οικονομική εξέλιξη της τοπικής κοινωνίας, συμβάλλοντας ουσιαστικά στη διανομή των ωφελειών από τον οικοτουρισμό στην τοπική κοινωνία. Έτσι, θα εξελιχθούν από ανασταλτικούς παράγοντες σε καταλυτικούς παράγοντες της τοπικής περιφερειακής ανάπτυξης.
Γενικά Συμπεράσματα
Πολλές μεσογειακές χώρες έχουν καλές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη διαφόρων μορφών οικοτουρισμού και άλλων μορφών τουρισμού φιλικών προς το περιβάλλον.
Ο οικοτουρισμός έχει σημαντικές οικονομικές προοπτικές, αν όχι άμεσες, τότε έμμεσες μέσα από το ρόλο του ως μοχλού ανάπτυξης σε σε μειονεκτικές περιοχές.
Ο οικοτουρισμός είναι συμβατός με τον παράκτιο τουρισμό, είτε ως εργαλείο για την άμβλυνση της πίεσης στις παράκτιες περιοχές, είτε ως εργαλείο για τη βελτίωση της εικόνας των πολυσύχναστων παράκτιων προορισμών με χαμηλή ποιοτικό επίπεδο υπηρεσιών και φυσικού περιβάλλοντος.
Οι παράκτιες τουριστικές ζώνες μπορούν να λειτουργήσουν συμπληρωματικά ως προς τον οικοτουρισμό, ιδιαίτερα στις ορεινές περιοχές.
Οι οικοτουριστικές δράσεις, εάν στηριχτούν από τον τοπικό πληθυσμό με τις κατάλληλες κτιριακές και άλλες υποδομές, μπορούν να προσφέρουν καλύτερα οικονομικά και κοινωνικά οφέλη σε σχέση με άλλες οικονομικές δραστηριότητες.
Η οικοτουριστική ανάπτυξη σε απομακρυσμένες περιοχές πολύ συχνά απαιτεί εξωτερική χρηματοδότηση για αρχικές υποδομές και για το σκοπό αυτό υπάρχουν μια σειρά από χρηματοδοτικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία πρέπει να υποστηριχθούν και να δραστηριοποιηθούν περισσότερο.
Ο Οικοτουρισμός ως κοινωνική και οργανωτική υπόθεση
Μια δημιουργική συμπλήρωση της κριτικής που ασκείται σχετικά με την υστέρηση της κρατικής πολιτικής σε θέματα ανάπτυξης του οικοτουρισμού στην Ελλάδα, θα μπορούσε να αφορά στους τρόπους κοινωνικής και οργανωτικής στήριξης των εναλλακτικών μορφών τουρισμού από την τοπική αυτοδιοίκηση, τους συλλογικούς φορείς και τα κόμματα.
Ο αγροτουρισμός, όσο είναι για την Ελλάδα κρατική και εθνική υπόθεση, άλλο τόσο είναι κοινωνική και οργανωτική υπόθεση, που αφορά στην κοινωνική βάση της επιχειρηματικότητας.
Όπως καθένας μπορεί να διαπιστώσει, σήμερα δεν λείπουν τα οικονομικά κίνητρα για επενδύσεις σε αυτόν τον τομέα, όπως δεν λείπει και ο κεντρικός σχεδιασμός ή οι φόρμες των προγραμμάτων. Για παράδειγμα, υπάρχουν χρηματοδοτικά εργαλεία όπως το πρόγραμμα «Ανασυγκρότηση της υπαίθρου», τα ΠΕΠ, το πρόγραμμα «Leader», ο αναπτυξιακός νόμος και άλλα προγράμματα που λειτουργούν συμπληρωματικά.
Αυτό που λείπει περισσότερο είναι η κοινωνική οργάνωση, το ανθρώπινο κεφάλαιο και οι καινοτόμες αναπτυξιακές πρωτοβουλίες, για την αφομοίωση των προγραμμάτων και των δυνατοτήτων που προσφέρουν.
Λείπει ακόμα η πληροφόρηση και η κατάρτιση του ανθρώπινου κεφαλαίου, κενό για το οποίο ευθύνεται συλλογικά τόσο ο κρατικός μηχανισμός, η τοπική αυτοδιοίκηση όσο και οι συνεταιρισμοί και άλλες συλλογικές οργανώσεις, που δεν θέτουν το ζήτημα σε πρώτη προτεραιότητα.
Άλλωστε, η σημασία του οικοτουρισμού υπερβαίνει τη στενή οικονομική έννοια ως επένδυση. Πολύ περισσότερο, ως χώρος ανθρώπινης δραστηριότητας, δημιουργεί κοινωνικά – πολιτιστικά κίνητρα στην ποιότητα ζωής και, επομένως, χρειάζεται την κινητοποίηση και των συλλογικών οργανώσεων που αγγίζουν το θέμα της οικοανάπτυξης ως πεδίο δράσης.
Άρα, η κοινωνική σημασία του οικοτουρισμού δεν αρκεί να κατανοηθεί μόνον από το κράτος και τους μηχανισμούς του. Πρέπει να κατανοηθεί και από τους πολίτες, με την έννοια της «κοινωνίας των πολιτών». Σε αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερο ρόλο έχουν τα κοινωνικά, επαγγελματικά και επιχειρηματικά δίκτυα. Το ζητούμενο είναι ποιος θα επενδύει στο μέλλον αυτών των δικτύων.
Από την άλλη πλευρά, η κατανόηση, η οργάνωση και η απαίτηση των πολιτών είναι η συνθήκη εκείνη που τελικά πιέζει το κράτος για να διαμορφώσει τις αναγκαίες πολιτικές. Τα κοινωνικά δίκτυα για το περιβάλλον και τον οικοτουρισμό πρέπει να προϋπάρξουν και να οργανωθούν, ώστε να έχουμε αποτελεσματικότερη πολιτική από το κράτος σε αυτόν τον τομέα.
Η κρατική πολιτική υπολείπεται όσο δεν υπάρχουν και δεν λειτουργούν τα κοινωνικά δίκτυα, η οργάνωση κέντρων επικοινωνίας, τα κίνητρα πολιτιστικής ανταλλακτικής και σχέσης με την ύπαιθρο.
Επομένως, το πρώτο και ουσιαστικό βήμα για τα παραπάνω είναι η οργάνωση όλων εκείνων που ενδιαφέρονται, ασχολούνται εθελοντικά ή έχουν πραγματικό συμφέρον για την προώθηση του οικοτουρισμού στην Ελλάδα και η ανάπτυξη ουσιαστικού θεσμοποιημένου διαλόγου.
Πέρα, λοιπόν, από ενέργειες όπως δημιουργία ενός αγροτουριστικού χάρτη για την Ελλάδα και αντίστοιχης βάσης δεδομένων για την πληροφόρηση, χρειάζεται οικοτουριστική πολιτική ενεργοποίησης όλων των σχετικών συντελεστών.
Και σε αυτό νομίζουμε ότι μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά η διοργάνωση ενός Συνεδρίου για τον οικοτουρισμό στην Ελλάδα, τα συμπεράσματα του οποίου μπορούν να αποτελέσουν την βάση για την ανάπτυξη μιας περαιτέρω προβληματικής και διαλόγου στο θέμα.
Παράλληλα, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε την εμπειρία των ανεπτυγμένων χωρών σε αυτόν τον τομέα, όπως είναι η Γαλλία, η Αυστρία και η Ιταλία. Ωστόσο, θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι η ανάπτυξη του οικοτουρισμού στην Ελλάδα δεν είναι ασφαλώς η απλή μεταφορά του επιτυχημένου μοντέλου, στο πεδίο της κρατικής πολιτικής. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι σε αυτές τις χώρες πρωταγωνιστής δεν είναι μόνον το κράτος, αλλά πολλοί κοινωνικοί και επαγγελματικοί φορείς καθώς και η Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Για κάθε κλαδική οικονομική πολιτική, όπως είναι ο οικοτουρισμός, βασικός συντελεστής είναι το διαθέσιμο ανθρώπινο κεφάλαιο, το θεσμικό περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύσσεται, η υπάρχουσα οργανωτική κουλτούρα. Και σε αυτά τα σημεία υπάρχει η πραγματική υστέρηση. Στην Ελλάδα λείπει μια συνολική στρατηγική, λείπουν οι οργανωτικές μελέτες, λείπει ο συντονισμός των αναπτυξιακών πρωτοβουλιών που υπάρχουν διάσπαρτες στην περιφέρεια.
Το Συνέδριο για τον οικοτουρισμό είναι αναγκαίο για να εξετάσει αυτές τις οργανωτικές ελλείψεις αλλά και για να αναδείξει μεθόδους, διαδικασίες και στελέχη που θα προωθήσουν τα ζητήματα του οικοτουρισμού στην Ελλάδα.
ΟΙΚΟΑΝΑΠΤΥΞΗ
Το πέρασμα από τη συντηρητική (αμυντική) στη δημιουργική οικολογία
Εάν θέλαμε να δώσουμε έναν ορισμό στην έννοια της «οικοανάπτυξης», θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτός είναι το πέρασμα από τη συντηρητική (αμυντική) στη δημιουργική οικολογία. Με άλλα λόγια, και εάν θέλαμε να δώσουμε μια πολιτική διάσταση στον ορισμό μας, θα λέγαμε ότι στην πράξη, το ζητούμενο είναι να περάσουν δημιουργικές, προοδευτικές ιδέες στην τοπική αυτοδιοίκηση.
Επιλέγουμε να προσεγγίσουμε τον όρο της «οικοανάπτυξης» με αυτόν τον τρόπο, προκειμένου να του δώσουμε έναν ακόμη προσδιορισμό, να τον θεωρήσουμε ως εναλλακτική πολιτική, ιδιαίτερα για την τοπική αυτοδιοίκηση. Στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης μπορούν να εφαρμοστούν δράσεις δημιουργικές, δράσεις που θέτουν τις προϋποθέσεις συμμετοχής της τοπικής κοινωνίας, που ενισχύουν την τοπική απασχόληση και συμβάλλουν στο τοπικό προϊόν, μέσα από την ανάπτυξη της πράσινης και πολιτιστικής επιχειρηματικότητας και της κοινωνικής οικονομίας.
Πολλοί οικολόγοι συγγραφείς κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στον «περιβαλλοντισμό» και την «οικολογία», θεωρώντας ουσιωδώς τον πρώτο ως μεταρρυθμιστικό και τη δεύτερη ως επαναστατική. Όμως, η οικολογικοποίηση της σκέψης και της δράσης από τη φύση της δεν είναι συγκρουσιακή και, σε κάθε περίπτωση, συντελεί στον εκπολιτισμό της σύγκρουσης.
Υπάρχει η συντηρητική άποψη για τη φιλοσοφία των πρασίνων, η οποία υποστηρίζει την προστασία της φύσης και δεν τη συνδέει με καμιά αναπτυξιακή διαδικασία. Υποστηρίζει, δηλαδή, ότι η προστασία της φύσης με οποιαδήποτε μορφή συνδέεται και ερμηνεύεται με σαφείς δεσμούς με το συντηρητισμό, ως προστασία μιας κληρονομιάς του παρελθόντος.
Ωστόσο, ορισμένοι άλλοι φιλόσοφοι, που είναι θετικά προσκείμενοι προς την πολιτική των πρασίνων, προσπάθησαν να ενδυναμώσουν την οικολογική θεωρία με περισσότερο ισχυρά επιχειρήματα.
Η δημιουργική προσέγγιση
Η διάσταση που θέλουμε να δώσουμε στο θέμα είναι να διερευνήσουμε πώς μπορούμε να δημιουργήσουμε απασχόληση και τοπικά έξυπνα προϊόντα και υπηρεσίες, μέσα στο φιλοσοφικό και πρακτικό πλαίσιο της οικολογίας και της οικοανάπτυξης.
Ως οικολογικά προϊόντα μπορούμε να θεωρήσουμε τα βιολογικά προϊόντα, την ήπια ενέργεια καθώς και την κατοικία που είναι φτιαγμένη με υλικά φιλικά προς το περιβάλλον. Επίσης, όταν αναφερόμαστε σε υπηρεσίες μπορούμε να μιλάμε για τον οικοτουρισμό, τον αγροτουρισμό, τον τουρισμό υγείας όπως και για τη δημιουργική απασχόληση των ηλικιωμένων.
Όλα τα παραπάνω, σημαίνουν ότι με βάση τις σύγχρονες ανάγκες των μεγάλων αστικών κέντρων με το προβληματικό περιβάλλον, προτείνονται δράσεις κοντά στη φύση και στην ύπαιθρο, από οργανώσεις οι οποίες εξυπηρετούν την τάση προς αναψυχή και την αναζωογόνηση των κατοίκων των μεγαλουπόλεων.
Έτσι, δημιουργούνται οικολογικά και βιολογικά πάρκα καθώς και πάρκα αναψυχής και δημιουργικής απασχόλησης για κάθε ηλικία, όπως π.χ. για τους ηλικιωμένους. Οι τελευταίοι, ακόμη και μετά τα 65 τους χρόνια, μπορούν να προσφέρουν εργασία σε ορισμένους τομείς ήπιας απασχόλησης, όπως η μεταφορά γνώσης, και η παροχή υπηρεσιών πληροφόρησης και επιμόρφωσης. Άνθρωποι που διαθέτουν εμπειρίες, γνώσεις και δεξιότητες μπορούν να τις μεταφέρουν στην ύπαιθρο, ώστε οι ίδιοι να απασχοληθούν δημιουργικά και να δημιουργήσουν συνθήκες εμπλοκής της τοπικής κοινωνίας σε παραγωγικές δραστηριότητες.
Μια άλλη προσέγγιση είναι η δημιουργία απασχόλησης για τους νέους, π.χ. μέσα από δράσεις οικοτουρισμού, ώστε να αποκτήσουν εργασιακή εμπειρία.
Όταν μιλάμε για «έξυπνες», καινοτομικές ιδέες και προτάσεις αναφερόμαστε στην τοπική οικονομία και την «έξυπνη» επιχειρηματικότητα. Σε αυτό το πλαίσιο μπορούν να αναληφθούν δημιουργικές πρωτοβουλίες, με τη συμμετοχή των πολιτών στη δημιουργία «τόπων» με ταυτότητα προϊόντων και υπηρεσιών.
Κατ’ αυτή την έννοια, μπορεί να γίνει αναφορά, μεταξύ άλλων, στο ρόλο των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων. Οι Μ.Κ.Ο. έχουν έντονη παρουσία στην ενεργό οικονομία, μέσα από την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών στο χώρο της υγείας και της κοινωνικής φροντίδας, στην πράσινη και πολιτιστική επιχειρηματικότητα.
Πράγματι, αυτά τα παραδείγματα, στο βαθμό που γίνονται ευρύτερα γνωστά, μπορούν να αποτελέσουν κίνητρο για την Τοπική Αυτοδιοίκηση και τους πολίτες άλλων περιοχών, να αξιοποιήσουν με τη σειρά τους τα δικά τους τοπικά συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως βιολογικά προϊόντα υψηλής αξίας, φυσικές γεωμορφολογικές ομορφιές αλλά και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, θα λέγαμε ότι όταν προτείνουμε να περάσουμε από τη συντηρητική στη δημιουργική οικολογία, εννοούμε ότι το οικολογικό κίνημα μέχρι τώρα αναπτύχθηκε, μάλλον, συντηρητικά. Στάθηκε απέναντι στις μεγάλες παρεμβάσεις, που είχαν ως στόχο κυρίως τη μεγέθυνση της οικονομικής ανάπτυξης, χωρίς να υπολογίζουν τις επιπτώσεις της σε τομείς όπως η ενέργεια, η βιομηχανία και ένα πλήθος άλλους τομείς.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, το οικολογικό κίνημα, μολονότι γενικά διακρίθηκε και ήταν ριζοσπαστικό, υπήρξε αμυντικό ως προς τον περιορισμό των επιπτώσεων από τις επιλογές της κερδοσκοπίας. Δεν υπήρξε ανάλογα ένα δημιουργικό οικολογικό κίνημα, σε μεγάλη κλίμακα, το οποίο να αντιπροτείνει επιχειρηματικές δράσεις συμβατές προς το πλαίσιο της οικολογίας.
Τελικά, η νέα πρόταση προς την τοπική αυτοδιοίκηση είναι να γίνει εκείνη φορέας οικοανάπτυξης, με περιεχόμενο τις δράσεις που ήδη προαναφέραμε.
Η βαθιά οικολογία
Θα μπορούσε να δει κανείς την εντυπωσιακή διόγκωση των ιδεών των πρασίνων στις τελευταίες δεκαετίες, που θεωρήθηκε και η πηγή ενός ανανεωμένου πολιτικού ριζοσπαστισμού. Αυτό πιστεύουν πολλοί υποστηρικτές των οικολογικών θεωριών. Σχετικά, έχουν γραφτεί και βιβλία, όπως «Η ριζοσπαστική οικολογία», η οποία προτείνει νέα συνείδηση των ευθυνών μας απέναντι στη φύση και τους άλλους ανθρώπους.
Άλλοι υποστηρίζουν ότι η οικολογική σκέψη μπορεί να επανορθώσει την ίδια την ιδέα για μια ριζοσπαστική κριτική της κοινωνίας, υπονοώντας ότι η ριζοσπαστική σκέψη σήμερα έχει χάσει την ταυτότητά της. Κι’ αυτό είναι αρκετά κατανοητό σήμερα.
Για παράδειγμα, ο μαρξισμός, και γενικότερα ο σοσιαλισμός, είναι συνένοχοι με την κοινωνική τάξη πραγμάτων την οποία ισχυρίζονται ότι πολεμούν. Περιγράφοντας το μαρξισμό ως τίποτε άλλο παρά «κρατικό καπιταλιστικό μονοπώλιο φτιαγμένο για να ωφελεί όλους τους ανθρώπους», υποστηρίζεται ότι δεν εκλαϊκεύτηκαν οι ιδέες του Μαρξ, όπως αποκαλύπτει ο βασικός χαρακτήρας του σοσιαλιστικού προτάγματος.
Από την άλλη μεριά, η σκέψη του διαφωτισμού είχε ένα ηθικό όραμα για καλή ζωή. Αλλά αντί να αναπτυχθεί μέσω αυτού το συγκεκριμένο όραμα, τελικά παρέκκλινε μέσα από τον εφαρμοσμένο σοσιαλισμό.
Άλλοι υποστηρίζουν ότι ο ριζοσπαστισμός μπορεί ακόμη να σωθεί και να γίνει βαθύτερος με το οικολογικό κίνημα. Τα περισσότερα από τα οφέλη που αποκτήθηκαν στους αιώνες της οικονομικής ανάπτυξης, εξαλείφθηκαν από το διαχωρισμό ανθρώπου και φύσης και από την οικολογική αποσύνθεση που ακολούθησε.
Από εδώ αρχίζει η βαθιά προσέγγιση στο πρόταγμα της οικολογίας.
Μια άλλη άποψη πρεσβεύει ότι η οικολογία συμβάλλει στην αποκέντρωση και στη δημιουργία αυτοκυβερούμενων κοινοτήτων. Αυτό υποστηρίζεται μέσα από τη «βαθιά οικολογία» του Arne Naess, που συζητήθηκε πολύ μέσα από τη φιλολογία της πολιτικής των πρασίνων. Στη θεωρία αυτή εκθέτονται ανάλογες ιδέες. Εν συντομία, η «βαθιά οικολογία» προτείνει ότι χρειάζεται μια νέα πολιτική και ηθική φιλοσοφία, η οποία θεωρεί τα ανθρώπινα όντα ως ανήκοντα μέσα στη φύση παρά ως υπέρτερα αυτής.
Αυτό συμπυκνώνεται μέσα από τη φράση «βιοσφαιρική ισότητα», η οποία θέτει τους ανθρώπους στο ίδιο επίπεδο με όλα τα έμβια όντα. Η «βαθιά οικολογία» τονίζει επίσης το αλληλοεξαρτόμενο χαρακτήρα της φύσης και της κοινωνικής κοινότητας, κάτι που οι πρωτόγονες κουλτούρες είχαν κατανοήσει όπως λέγεται, αλλά εγκατέλειψαν οι σύγχρονοι πολιτισμοί.
Κατ’ αυτή την έννοια, τα εγκλήματα εναντίον της φύσης αυξάνονται (σύμφωνα με τη θεωρία της βαθιάς οικολογίας») και κάθε έγκλημα εναντίον της φύσης είναι έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας. Η λογική της καπιταλιστικής συσσώρευσης εξαρτάται από τη μεγιστοποίηση των κερδών εις βάρος των άλλων, οδηγώντας στην απογύμωση της φύσης, κάτι που σήμερα έχει φτάσει σε απελπιστικά επίπεδα. Η συνολική επέκταση των καπιταλιστικών μορφών παραγωγής έχει διαποτίσει το σύστημα και έχει μειώσει σημαντικά το χρόνο που διαθέτουμε για να προσαρμοστούμε σε αυτήν την αποδιοργάνωση που εμείς προκαλέσαμε.
Έτσι, πρέπει να υπερασπιζόμαστε τη φύση ενάντια στις εχθρικές εισβολές του εχθρικού επεκτατισμού, που απειλούν τις εσωτερικές αρμονίες καθώς και τις ομορφιές της.
Η συντηρητική άποψη
Σε όλη αυτή τη συζήτηση, υπάρχει και η συντηρητική άποψη για τη φιλοσοφία των πρασίνων, η οποία υποστηρίζει την πάση θυσία προστασία της φύσης.
Οι διακηρύξεις των θεωρητικών της οικολογίας συγγενεύουν στενά με εκείνες των συντηρητικών. Οι πράσινοι έχουν κατηγορηθεί μεταξύ άλλων για προπαγανδισμό σοσιαλιστικών ιδεών με διαφορετική μεταμφίεση, για εχθρότητα προς την επιστήμη, για αδικαιολόγητες κρίσεις αποκάλυψης, ακόμα και για τη διάβρωση της κοινωνικής αλληλεγγύης. Όλα αυτά έχουν απομακρύνει πολλές φορές τους πράσινους από συνεργασίες, που είναι απαραίτητες σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, για την προώθηση των μεταρρυθμίσεων.
Οι πρώιμες μορφές της οικολογίας και της προστασίας του περιβάλλοντος ήταν ιδιαίτερα συνδεδεμένες με την κριτική του εκσυγχρονισμού, η οποία προέθετε από τον παλαιό συντηρητισμό. Ο Burke ήταν αυτός που έγραψε ότι η Γαλλική επανάσταση είχε κάνει τα πάντα «να παρεκκλίνουν από το μονοπάτι της φύσης μέσα σε αυτό το παράξενο χάος της υπερβολικής ανθεκτικότητας και της αναισχυντίας». Από αυτή την παράγραφο, ίσως, θα έπρεπε και να ξεκινήσουμε το συντηρητισμό στην οικολογία.
Μέχρι τη δεκαετία του 1970, οι περισσότερες συζητήσεις εξακολουθούσαν να επικεντρώνονται σε περιβαλλοντικά ζητήματα, μέσα στα συμφραζόμενα των εθνικών συνόρων και των εθνικών συμφερόντων. Η έκδοση της έκθεσης της Λέσχης της Ρώμης με τίτλο «Τα όρια της ανάπτυξης», που περιγράφτηκε από κάποιον βιβλιοκριτικό ως «ο Malthus με ένα κομπιούτερ», συνέβαλε ώστε οι συζητήσεις να εστιαστούν σε ένα περισσότερο παγκόσμιο επίπεδο.
Το μοντέλο της μηχανογράφησης που χρησιμοποιήθηκε στην έρευνα ανέδειξε κάτι σαν παγκόσμια κατάρρευση, σε μια ορισμένη στιγμή του επόμενου αιώνα. Η έκθεση αντιμετώπισε ειλικρινή κριτική. Για παράδειγμα, κάποιος συγγραφέας την αποκάλεσε «συναρπαστικό παράδειγμα για το πώς μια επιστημονική εργασία μπορεί να είναι εξοργιστικά κακή και παρόλα αυτά να ασκεί μεγάλη επιρροή».
Ο προβληματισμός σχετικά με την εξάντληση των μη ανανεώσιμων ενεργειακών πηγών παρέμεινε σημαντικός, αλλά ήταν αναμεμειγμένος με άλλες ανησυχίες. Αυτό ονομάστηκε «δεύτερο περιβαλλοντικό κίνημα». Εστιάστηκε πάνω στις απειλές που δέχεται η βιόσφαιρα. Για τους συγγραφείς που ασχολούνται με την οικολογία, οι απειλές αυτές προειδοποιούν για μια κατάσταση μεγάλου κινδύνου για την ανθρωπότητα και τα οικοσυστήματά της.
Η ρηχή οικολογία – «περιβαλλοντισμός»
Πολλοί οικολόγοι συγγραφείς κάνουν τη διάκριση ανάμεσα στον «περιβαλλοντισμό» και την «οικολογία», θεωρώντας ουσιωδώς τον πρώτο ως μεταρρυθμιστικό και τη δεύτερη ως επαναστατική. Ο διαχωρισμός, όμως, του τοπικού από το οικουμενικό σε καμιά περίπτωση δεν είναι μια γόνιμη θεωρητική προσέγγιση και γι’ αυτό, θα πρέπει να επιδιώκεται η σύνθεση.
Η διάκριση είναι παρόμοια με εκείνη που κάνει ο Naess ανάμεσα στη ρηχή και τη βαθιά οικολογία. Ο περιβαλλοντισμός, η ρηχή οικολογία, δεν εστιάζεται στη «διάσωση της φύσης», αλλά στον πιο μετριοπαθή στόχο του ελέγχου των ζημιών που οι άνθρωποι έχουν επιφέρει στο φυσικό κόσμο. Το «περιβάλλον» είναι βασικά ένα σύμπλεγμα πηγών.
Η ανθρωπότητα πρέπει να προσέχει να μην τις κατασπαταλά, αν θέλει το μέλλον της να είναι εξασφαλισμένο. Η στάση του περιβαλλοντισμού είναι μια στάση προώθησης της «φειδωλής χρήσης των μη ανανεώσιμων πηγών και της χρήσης των ανανεώσιμων, κατά τρόπο που να μην ελαττώνει την ποιότητά τους ή να μην θέτει σε κίνδυνο την παροχή τους».
Η φύση θεωρείται, ίσως, ως ένα αντικείμενο ομορφιάς, διαχωρισμένη από τα ανθρώπινα όντα, αλλά όχι ως εγγενής στον ορισμό μιας αποδεκτής μορφής ανθρώπινης κοινωνικής ζωής καθεαυτής.
Το να απομακρύνεται κανείς από τη φύση και το «φυσικό» σημαίνει να απομακρύνεται από ένα μέρος αυτού από το οποίο δομείται το «εγώ». Η ταυτότητά του, αυτό που είναι το ατομικό «εγώ» και, εξ’ αυτού, η αίσθηση του «εαυτού» και του αυτοσεβασμού, καταρρέουν.
Ενώ ο περιβαλλοντισμός μπορεί να κάνει σε μεγάλο βαθμό χωρίς αυτήν, η «φύση» είναι τόσο σημαντική για την οικολογική σκέψη όσο η «παράδοση» για το συντηρητισμό. Ωστόσο, και στις δύο περιπτώσεις αυτά τείνουν να προσλαμβάνονται ως ιδέες και μπορούν να αναπτύσσονται, προκειμένου να υποστηρίξουν ποικίλες διαφορετικές ερμηνείες ή θέσεις.
Η «πράσινη θεωρία της αξίας»
Ορισμένοι φιλόσοφοι που συμπαθούν την πολιτική των πρασίνων προσπάθησαν να ενδυναμώσουν την οικολογική θεωρία με περισσότερο ισχυρά επιχειρήματα. Οι εργασίες του Goodin αποτελούν ένα εξαιρετικό παράδειγμα.
Ο Goodin υποστηρίζει ότι υπάρχει μια «πράσινη θεωρία της αξίας» με συνοχή, πάνω στην οποία στηρίζονται οι πλέον ανεπτυγμένες μορφές των οικολογικών ιδεών και η οποία μας επιτρέπει να θέσουμε κατά μέρος «κάποιες από τις πιο τρελές απόψεις», που έχουν να κάνουν με τους μετασχηματισμούς της συνείδησης, τις κοσμολογίες της Νέας Εποχής κ.τ.λ., τις οποίες οι πράσινοι «τυχαίνει μερικές φορές να υιοθετούν».
Η «πράσινη θεωρία της αξίας» διαφέρει και από τη φιλελεύθερη και από τη σοσιαλιστική, διότι ανιχνεύει την αξία στις φυσικές πηγές ή, μιας και η λέξη «πηγή» προβάλει τον περιβαλλοντισμό, στα φυσικά χαρακτηριστικά που τις κάνουν να είναι πολύτιμες. Είναι πολύτιμες, υποστηρίζει ο Goodin, ακριβώς επειδή προκύπτουν περισσότερο από φυσικές διαδικασίες, παρά από ανθρώπινες δραστηριότητες.
Ας δώσουμε ένα παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι μια εταιρία ανάπτυξης πρόκειται να κάνει εξορύξεις σε μια περιοχή με φυσική ομορφιά. Η εταιρία εγγυάται ότι αφού τελειώσει το έργο θα ξαναφτιάξει την περιοχή όπως ακριβώς ήταν. Όμως, θα έχει για μας η περιοχή την ίδια αξία, όπως ήταν ανέγγιχτη;
Κατά την άποψη του Goodin, όχι. Μολονότι το τοπίο και στις δυο περιπτώσεις φαίνεται ίδιο, η αναδημιουργημένη εκδοχή του δε θα έχει την ίδια ιστορία με το αρχικό. Ένα αντικείμενο πλαστό, ανεξάρτητα από την ποιότητα της αντιγραφής, δεν έχει την αξία του αυθεντικού αντικειμένου.
Δεν είναι καθεαυτό η ιστορία του, λέγει ο Goodin, αυτή που μας κάνει να εκτιμούμε το φυσικό τοπίο, είναι το γεγονός ότι ένα τέτοιο τοπίο, ως μέρος ενός ευρύτερου φυσικού κόσμου, παρέχει ένα συμφραζόμενο μέσα στο οποίο οι άνθρωποι είναι ικανοί να βρουν «ένα νόημα και ένα πρότυπο για τη ζωή τους». «Αυτό που είναι ιδιαίτερα πολύτιμο στα προϊόντα των φυσικών διαδικασιών, είναι ότι συνιστούν προϊόντα ενός πράγματος ευρύτερου από εμάς τους ίδιους».
Για να συμβαίνει κάτι τέτοιο, η φύση δε μπορεί να βασανίζεται από τα ανθρώπινα όντα. Ας συγκρίνουμε το παραδοσιακό αγγλικό χωριό, με την εκκλησία του, τα σπίτια και τους φράχτες (οι οποίοι προσαρμόζονται στη φύση), με μια πόλη όπως το Los Angeles (το οποίο αναπτύσσεται με υπερκείμενα επίπεδα, δημιουργώντας μια τεχνητή δομή πάνω στη φύση).
«Η φύση δεν είναι φύση, αλλά μάλλον μια έννοια, ένας κανόνας, μια μνήμη, μια ουτοπία, μια αντι-εικόνα. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, τώρα που δεν υπάρχει πλέον, ανακαλύπτουμε ξανά τη φύση, την κανακεύουμε. Το οικολογικό κίνημα έχει γίνει βορά μιας φυσιοκρατικής παρανόησης του εαυτού του. Η φύση είναι ένα είδος άγκυρας, μέσω της οποίας το πλοίο του πολιτισμού, πλέοντας στις ανοικτές θάλασσες, φέρνει στο μυαλό, καλλιεργεί, το αντίθετό του: τη στεριά, το λιμάνι, το αγκυροβολιό». Αυτά τα τελευταία λόγια είναι του Ulrich Beck.
Η σύνθεση – Το τοπικό με το οικουμενικό
Η διαφορά του περιβαλλοντισμού με την οικολογία είναι ότι ο περιβαλλοντισμός αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο μόνο με εξωτερικούς όρους. Αντιθέτως, η οικολογία προσπαθεί να συλλάβει τα πρακτικά και ηθικά ζητήματα που αντιμετωπίζουμε, με όρους φυσικών κριτηρίων ή της επανανακάλυψης των χαμένων φυσικών αρμονιών.
Δηλαδή, η οικολογία υποστηρίζει ότι έχουν διαταραχθεί οι σχέσεις της φύσης με τον άνθρωπο και τις δραστηριότητές του, και επιχειρεί να ξαναφέρει τις σχέσεις εκείνες, που θα δημιουργήσουν αρμονίες, ώστε τα οικοσυστήματα να αποκατασταθούν και να λειτουργούν.
Μιας και κατά πρώτο λόγο όλα τα παραπάνω τα βιώνουμε ως αποτυχίες, τα προβλήματα αυτά ξαναγυρίζουν «κάτω από αρνητικό αστερισμό». Όμως, το καθένα τους όταν αντιμετωπίζεται θετικά, φανερώνει ηθικούς προβληματισμούς, σχετικούς με το ερώτημα «πώς θα ζήσουμε;» μέσα σε έναν κόσμο χαμένων παραδόσεων και κοινωνικοποιημένης φύσης.
Μπορούν να εντοπιστούν πολλές κύριες περιοχές ή συμφραζόμενα, μέσα στα οποία η «φύση» έχει εξαφανιστεί ή εξαφανίζεται. Εδώ η φύση σημαίνει αυτό που είναι «φυσικό» ή εκ των προτέρων δεδομένο στη ζωή μας. Αν αυτό δεν είναι υπερβολικά παράδοξο, μια υποκατηγορία είναι η φύση νοούμενη ως το μη εξανθρωπισμένο φυσικό περιβάλλον.
Οι οικολογικοί στοχαστές αναπτύσσουν τις κριτικές τους απόψεις μόνον προϋποθέτοντας ένα επιστημονικό υλικό και το σύνολο της κοινωνικής υποδομής που συμβαδίζει με αυτό. Πολλοί χρησιμοποιούν τις ίδιες μορφές της επιστήμης και της τεχνολογίας, στις οποίες μέσα σε άλλα συμφραζόμενα επιτίθενται, προκειμένου να ορίσουν τι είναι η «φύση».
Έχει γίνει κοινός τόπος σε κάθε έργο βαθιάς οικολογίας η επίκληση μιας «μη βίαιης επανάστασης για την ανατροπή της βιομηχανικής μας κοινωνίας, η οποία προκαλεί την ολοκληρωτική μόλυνση, τη διαρπαγή και τον υλισμό, και τη δημιουργία στη θέση της μιας νέας οικονομικής και κοινωνικής τάξης πραγμάτων, η οποία θα επιτρέψει στα ανθρώπινα όντα να ζήσουν σε αρμονία με τον πλανήτη». Όμως, αν μια τέτοια στρατηγική ήταν έστω και στο ελάχιστο εφικτή, θα υπονόμευε την έμφαση στην ανεξαρτησία των πραγμάτων και σε όλα αυτά που υποτίθεται ότι είναι κεντρικά, για τις αξίες των πρασίνων. Μια τέτοια ατζέντα είναι τόσο εσωτερικά αντιφατική όσο και αβάσιμη.
Δεύτερον, η προστασία της βιόσφαιρας και η καλλιέργεια της τοπικής βιοτικής ιδιοσυγκρασίας, συχνά συγχέονται με τη συντήρηση – ή την εκ νέου επινόηση – των κοινωνικών ή πολιτιστικών παραδόσεων. Από τη συντήρηση της ζωής και των ηθών του χώρου, μέχρι την αναβίωση της θρησκείας και του πνευματικού πεδίου, προϋποτίθεται μια «επιστροφή στη φύση» προκειμένου να αιτιολογηθεί η συντήρηση της παράδοσης.
Αυτό, βέβαια, έρχεται σε αντίθεση με τη δημιουργική οικολογία που αναφέραμε στην αρχή. Δηλαδή, το να γίνεται μόνο επίκληση στην παράδοση, χωρίς προτάσεις παρεμβατισμού.
Η έκκληση της ριζοσπαστικής οικολογίας για μια βαθιά αποκέντρωση της κοινωνικής ζωής – ακόμη και για την εξαφάνιση των πόλεων – βασίζεται στην ιδέα ότι η βιοτική ποικιλία παράγει συνεργατική αλληλεξάρτηση. Όμως, ένας τέτοιος στόχος δε βρίσκεται σε αρμονία με τον ισχυρισμό ότι πρέπει να ληφθούν σημαντικά μέτρα για τον έλεγχο της περιβαλλοντικής βλάβης. Η λήψη τέτοιων μέτρων θα ήταν εφικτή, μόνον εάν πραγματικά υπήρχε μια περισσότερο κεντρική παγκόσμια εξουσία από τη σημερινή.
Άρα εδώ θα λέγαμε ότι το τοπικό πρόβλημα είναι και οικουμενικό και πρέπει να το δει κανείς ταυτόχρονα. Δηλαδή στη βάση «σκέφτομαι οικουμενικά – δρω τοπικά».
Ενδεχομένως, δε θα είναι ποτέ τα πράγματα όπως ήταν πριν από αιώνες. Τα αυτοκίνητα δε θα σταματήσουν να υπάρχουν, τα αεροπλάνα, οι ανεμογεννήτριες θα υπάρχουν και θα διαταρράσουν τη απόλυτη βουκολική εικόνα και θα δημιουργούν άλλες εικόνες. Το ζήτημα είναι να μην έχουμε αυτές τις καταστρεπτικές επιπτώσεις για τα δάση, για το νερό, για την ποιότητα της τροφής, για την ενέργεια. Αυτά πρέπει να προστατεύσουμε και δεν είναι απαραίτητο να επιστρέψουμε στη βουκολική εικόνα του 15ου αιώνα. Αυτή η βουκολική εικόνα μπορεί να υπάρξει ως κατασκευασμένη ή επινοημένη μέσα σε περιβάλλοντα και όχι ως αναγκαιότητα, καθώς κάτι τέτοιο δεν υφίσταται.
Είναι σαφές ότι οι μικρές, τοπικές κοινότητες μεγιστοποιούν την αλληλεγγύη και τη δημοκρατία και προσαρμόζονται περισσότερο άνετα στη φύση. Το «μικρό» δεν είναι απλώς ωραίο, είναι επίσης και οικολογικό, ανθρωπιστικό και πάνω απ’ όλα χειραφετεί. Πρέπει να αρχίσουμε να αποκεντρώνουμε τις πόλεις μας, να εγκαθιδρύουμε εντελώς νέες οικο – κοινότητες, καλλιτεχνικά προσαρμοσμένες στα οικοσυστήματα όπου τοποθετούνται».
Ωστόσο, οι μικρές κοινότητες συνήθως δεν παράγουν την ποικιλία που αναζητούν οι οικολόγοι, αντιθέτως την αποθαρρύνουν. Στις μικρές κοινότητες, το άτομο τείνει να υποτάσσεται στην τυραννία της ομάδας.
Η εχθρότητα ορισμένων πρασίνων προς τη ζωή της πόλης φαντάζει, αν όχι εξ’ ολοκλήρου λανθασμένη, αφελής καθώς και μη ρεαλιστική. Οι πόλεις από παλιά υπήρξαν κέντρα ποικιλίας και πολιτιστικής εκλέπτυνσης. Μια μεγάλη ποικιλία ενδιαφερόντων και απόψεων έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να ευδοκιμήσει στις πόλεις παρά στα ομοιγενέστερα περιβάλλοντα της απομονωμένης τοπικής κοινότητας.
Τελικά, δεν νομίζω ότι πρέπει να υπάρχει αντίθεση μεταξύ πόλης και οικοκοινοτήτων, αλλά μια δημιουργική σύζευξη και συνεργασία.
Ενσωμάτωση προτάσεων σε ένα κυβερνητικό πρόγραμμα
Οι κυβερνήσεις δείχνουν πολλές φορές ότι θέλουν να ενσωματώσουν οικολογικές προτάσεις στο κυβερνητικό του πρόγραμμα. Πώς όμως μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτή τη λογική;
Το ζήτημα είναι ότι το κυβερνητικό πρόγραμμα, οι μεταρρυθμίσεις και οι νομικές ρυθμίσεις που υλοποιούνται από κάθε κυβέρνηση και το κράτος, δεν εξασφαλίζουν ως μόνες συνθήκες τη συμμετοχή των πολιτών στην αναπτυξιακή διαδικασία. Γι’ αυτό και πολλές φορές, τα κυβερνητικά προγράμματα ξεχνιούνται στην πορεία ή λαμβάνονται υποτυπωδώς υπόψη, όταν ένα κόμμα αναλαμβάνει την κυβέρνηση. Και αυτό είναι αναπόφευκτο όταν το πρόγραμμα δεν συνοδεύεται από κινήματα που ενσαρκώνουν ιδέες και υποστηρίζουν τις μεταρρυθμίσεις.
Στην πραγματικότητα, οι κυβερνήσεις πράττουν ανάλογα με τις κοινωνικές πιέσεις που ασκούνται και τα οργανωμένα συμφέροντα. Όταν οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών υστερούν σε οργάνωση, τεχνογνωσία και δυναμική, δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε σπουδαίες αλλαγές και έξυπνες πολιτικές στην κοινωνική βάση. Αυτό συμβαίνει και όταν το κόμμα, ως θεσμός, δεν έχει την προνοητικότητα να προετοιμάσει συμμαχίες με άλλες κοινωνικές οργανώσεις. Ειδικότερα όταν τα στελέχη του κόμματος απορροφούνται από το κράτος, οι κυβερνήσεις δε μπορούν να προετοιμάσουν τα κοινωνικά νέα κινήματα.
Οι κυβερνήσεις συνήθως αξιοποιούν το φορτίο των ιδεών και πρωτοβουλιών που φέρνουν μαζί τους οι κοινωνικές οργανώσεις και το κόμμα, από την περίοδο προετοιμασίας στην αντιπολίτευση, όταν συντελείται η γονιμοποίηση ιδεών μεταξύ κόμματος και κοινωνικών κινημάτων.
Το ερώτημα είναι λοιπόν τι προετοιμάζει σήμερα το κόμμα σε αυτό το επίπεδο; Ποιο είναι το στρατηγικό σχέδιο ενδυνάμωσης της κοινωνίας των πολιτών και ποιες οι δαπάνες για τη συγκρότηση μιας πολιτικής νέων κινημάτων;
H απάντηση στο τελευταίο ερώτημα είναι ότι το κόμμα δεν δαπανά μέχρι στιγμής ούτε ένα ευρώ για την «έξυπνη» οργάνωση μιας κοινότητας γνώσης και δημιουργικών πρωτοβουλιών πολιτών. Και όλοι γνωρίζουμε ότι η πολιτική καινοτομία, όπως και κάθε καινοτομία, και η σχέση με τα κινήματα δε γίνεται χωρίς υλικό και πόρους.
Το ζήτημα της ανεργίας
Όπως το κύριο πρόβλημα της ανεργίας στις σύγχρονες οικονομίες δεν μπορεί να καλυφθεί από την επανεκπαίδευση για ανύπαρκτες θέσεις εργασίας, όπως λέει ο Rifkin, έτσι και το ζήτημα των σχέσεων του κόμματος με την οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών δε μπορεί να καλυφθεί με την εκπαίδευση, αλλά μόνον με τη γνήσια σχέση κόμματος και οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών.
Το θέμα είναι να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας μέσα από τον αναδυόμενο τρίτο τομέα της οικονομίας, κι αυτό απαιτεί κίνητρα και ενισχύσεις και επιμόρφωση μέσα από τη δράση των Μ.Κ.Ο. Εκεί θα πρέπει να υλοποιηθούν προγράμματα τοπικής ανάπτυξης.
Εάν ο τομέας της κοινωνικής οικονομίας είναι μια λύση μέσα από την δημιουργία νέων κοινοτήτων βιώσιμου πολιτισμού, τότε χρειάζεται επειγόντως μια άμεση σχέση με τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και επένδυση του κόμματος με συγκεκριμένους πόρους στην «έξυπνη» δικτυακή οργάνωση δημιουργικών πρωτοβουλιών πολιτών και στην οργανωτική επικοινωνία αυτών των οργανώσεων.
Στρατηγικό σχέδιο οργάνωσης
Ένα στρατηγικό σχέδιο οργάνωσης, θα πρέπει να περιλαμβάνει τους ακόλουθους άξονες
Α) Ένα νέο σύστημα οριζόντιας αναδραστικής επικοινωνίας μεταξύ κόμματος και οργανώσεων πολιτών, το οποίο θα έχει και συγκεκριμένους διαθέσιμους πόρους λειτουργίας για να διακινεί πληροφορίες, γνώσεις και εμπειρία και να παρέχει συμβουλευτική σε καθημερινή βάση προς την κοινωνία και την Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Β) Οργάνωση, δημιουργία και υλοποίηση πιλοτικών σχεδίων καινοτομικής επιχειρηματικότητας στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης, σε συνεργασία με τις Μ.Κ.Ο. Τέτοια σχέδια μπορεί να υλοποιήσει η κυβέρνηση σε Δήμους.
«Το σύνολο της πόλης είναι το γενικό σχολείο της πολιτικής», όπως έλεγε στον Επιτάφιο ο Περικλής, αναφερόμενος βέβαια σε μια πόλη με θεσμούς άμεσης Δημοκρατίας. Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι αυτό χρειάζεται η σύγχρονη «έξυπνη» Ελλάδα, για να επιμορφώσει τους πολίτες της, με θεσμούς άμεσης, συμμετοχικής Δημοκρατίας, παράλληλα με τη γνήσια εκπροσώπηση.
Στο επίπεδο της οικονομίας, οι επιχειρήσεις και οι αναπτυξιακές πρωτοβουλίες των πολιτών θα μπορούσαν να είναι το σχολείο της «έξυπνης» επιχειρηματικότητας, που έχει ανάγκη η Ελλάδα. Αυτό, όμως, απαιτεί και τα συγκεκριμένα κίνητρα που ήδη προαναφέραμε καθώς και αποκέντρωση της επικοινωνιακής πολιτικής.
Γ) Συμβουλευτική της τοπικής ανάπτυξης. Πολλά έχουν ειπωθεί και έχουν γίνει στο παρελθόν για την αποκέντρωση της εξουσίας, με σκοπό την περιφερειακή ανάπτυξη. Αποδείχθηκε, όμως, στην πορεία ότι αυτή η αποκέντρωση είναι ελλιπής, όταν δε συνοδεύεται από μια αποκέντρωση ουσίας και συμμετοχικής δημοκρατίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις είχαμε αποκέντρωση των πελατειακών σχέσεων και της διαφθοράς, καθώς στατιστικά ο χώρος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης αποδεικνύεται ο πιο ευάλωτος χώρος στη διαφθορά, αφού στην ουσία λειτουργεί συγκεντρωτικά και με αδιαφάνεια σε τοπικό επίπεδο, αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια αναπτυξιακών πρωτοβουλιών στους πολίτες.
Επομένως το ζήτημα δεν είναι μόνον η αποκέντρωση εξουσίας, αλλά η αποκέντρωση ουσίας με συμμετοχή των πολιτών, των εθελοντών της πολιτικής, σε τοπικό επίπεδο. Αυτό, βέβαια, απαιτεί όχι την καθοδήγηση με την παλαιά προπαγανδιστική έννοια, αλλά τη σύγχρονη συμβουλευτική για το πώς η τοπική αυτοδιοίκηση θα αναπτύξει την επιχειρηματικότητα και την τοπική απασχόληση και το πώς οι πολίτες θα αναλάβουν αναπτυξιακές πρωτοβουλίες στον τόπο τους, για να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας και ποιοτικές συνθήκες ζωής.
Η «έξυπνη» στρατηγική σήμερα για τα κόμματα δεν είναι να κάνουν τους πολίτες οπαδούς, αλλά συνδημιουργούς στην τοπική αναπτυξιακή διαδικασία.
Αυτή τη γνώση και επικοινωνία, συνήθως, δεν μπορούν να τη διαθέσουν οι μικροί οργανισμοί των Μ.Κ.Ο. Θα μπορούσε, όμως, να τη διαθέσει ένα κόμμα που είναι πανελλήνιος οργανισμός, ο οποίος διαθέτει περισσότερους ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους και προϋποθέσεις.
Εάν το κόμμα διαθέσει σήμερα αυτή την αναγκαία συμβουλευτική υποστήριξη και τους αναγκαίους πόρους, μπορεί να γίνει προπομπός στην ενδυνάμωση της κοινωνίας των πολιτών και στον τρίτο πόλο της οικονομίας. Διαφορετικά, θα παρακολουθεί ως ουραγός τις εξελίξεις, γιατί ο ρόλος των Μ.Κ.Ο., ούτως ή άλλως, με τον καιρό θα ενισχύεται. Αυτό που μπορεί να κάνει ένα κόμμα είναι να τις επιταχύνει ή να τις επιβραδύνει και, αναλόγως, να επωφεληθεί ή να χάσει το τρένο των εξελίξεων.
ΟΙΚΟΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ
Μια καινοτόμος προσέγγιση για την αναζωογόνηση στις τοπικές κοινωνίες
Του Βασίλη Τακτικού – Γιάννου Παπαϊωάννου
Τα «καλά νέα» για την αντιμετώπιση της τοπικής απασχόλησης και την ανάπτυξη προϊόντων και υπηρεσιών ποιότητας, στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης, έρχονται από το μοντέλο της οικοανάπτυξης, με τη συμμετοχή συλλογικών οργανώσεων και πολιτών.
Ο σχετικός διάλογος μπορεί να ανοίξει, έχοντας ως γενικότερη βάση την ευρωπαϊκή και διεθνή εμπειρία, η οποία μας δείχνει ότι η τοπική αυτοδιοίκηση και οι Μ.Κ.Ο. μπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο στην κοινωνική οικονομία.
Οικοανάπτυξη σημαίνει, πρώτα απ’ όλα, ισορροπημένη ανάπτυξη με το φυσικό περιβάλλον και βελτίωση των συνθηκών ζωής κοντά στον πολίτη, στο οικείο του περιβάλλον, στο χωριό του, στη γειτονιά του. Βρίσκεται στον αντίποδα του γιγαντισμού των εκμεταλλεύσεων των φυσικών πόρων και της υπερφόρτωσης του δομημένου περιβάλλοντος των μεγαλουπόλεων. Στη ίδια κατεύθυνση κινείται ο οικοτουρισμός, που είναι στον αντίποδα του μαζικού τουρισμού, και οι μικρές μονάδες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, που είναι στον αντίποδα των γιγαντιαίων εργοστασίων παραγωγής ενέργειας.
Γνωρίζουμε όμως, ότι η στροφή προς τις ήπιες μορφές εκμετάλλευσης μπορεί να γίνει μόνον με την κινητοποίηση ανθρώπινων πόρων, οικοδομώντας γέφυρες εμπιστοσύνης και συνεργασίας μεταξύ πόλης και υπαίθρου, για τη διεκδίκηση νέων μορφών απασχόλησης, αξιοποίησης ελεύθερου χρόνου και ποιότητας ζωής.
Μια τέτοια προσέγγιση είναι αποτελεσματική από τη στιγμή που η επιχειρηματικότητα και οι επενδυτικοί πόροι προσανατολίζονται προς την περιφέρεια. Η αναγκαιότητα, ασφαλώς, δεν προκύπτει μόνον από τη γενικότερη ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος, της υγιεινής και ποιότητας ζωής, αλλά και από την ανάγκη ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας στη χώρα μας με την πράσινη και πολιτιστική επιχειρηματικότητα. Μόνον έτσι είναι εφικτός ο επαναπροσδιοσισμός της ανάπτυξης.
Αναφερόμαστε σε δραστηριότητες και αναπτυξιακές πρωτοβουλίες στον οικοτουρισμό, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την οικιστική πολιτική, τα πάρκα φυσικής ανανέωσης και υγείας, που δημιουργούν προστιθέμενη αξία σε κάθε περιοχή. Για παράδειγμα, η στροφή προς τον οικοτουρισμό και την απασχόληση στην ύπαιθρο δημιουργεί αύξηση των περιουσιακών αξιών γης στην περιφέρεια με την επανακατοίκηση. Έτσι είναι σαφές ότι η οικοανάπτυξη, ως σχεδιασμός και μοντέλο, είναι μια καινοτόμος πολιτική που ανοίγει νέους ορίζοντες για την τοπική αυτοδιοίκηση.
Στη χώρα μας υπάρχουν ελάχιστα φωτεινά παραδείγματα ολοκληρωμένων σχεδίων, που μπορούμε να παρουσιάσουμε σε τοπικό επίπεδο. Ωστόσο, είναι αναγκαίο να αναδειχθούν αυτά που ήδη υφίστανται, προκειμένου να παραδειγματιστούν τουλάχιστον εκείνοι που αναζητούν ένα όραμα για τις τοπικές κοινωνίες.
Το ίδιο ελάχιστα είναι τα παραδείγματα ολοκληρωμένων σχεδίων οικοαναπτυξιακής πολιτικής σε επίπεδο κράτους, μολονότι υπάρχει τεχνοκρατικός σχεδιασμός με ευρωπαϊκά και κρατικά προγράμματα ενισχύσεων προς αυτό το σκοπό. Το πρόβλημα είναι ότι οι σχετικές μελέτες που υπάρχουν δε συνδυάζονται με την αντίστοιχη κινητοποίηση ανθρώπινων πόρων.
Είναι εμφανές ότι η εφαρμοζόμενη περιφερειακή πολιτική είναι ως ένα βαθμό αναποτελεσματική. Αυτό συμβαίνει τόσο διότι υπάρχει υστέρηση στην απορρόφηση των ευρωπαϊκών αναπτυξιακών κονδυλίων, όσο και επειδή οι πρωτοβουλίες των μη κυβερνητικών οργανώσεων είναι κατακερματισμένες, σε επίπεδο δράσης και πολιτικής.
Στα κόμματα δεν έχει εισαχθεί ακόμη ο όρος της οικοανάπτυξης, τουλάχιστον ως στρατηγική πολιτική για την τοπική αυτοδιοίκηση. Και αυτό συμβαίνει σε αντίθεση με τον τεχνοκρατικό σχεδιασμό του κράτους, που σε κάθε περίπτωση είναι αποτέλεσμα κομματικής πολιτικής κατεύθυνσης. Αυτό το έλλειμμα πολιτικής στερεί το εγχείρημα της οικοανάπτυξης από τις προωθητικές δυνάμεις της κοινωνίας, που μόνον η πολιτική μπορεί να ενεργοποιήσει.
Επομένως, τα κόμματα πρέπει πρώτα να συνειδητοποιήσουν την αναγκαιότητα διαμόρφωσης πολιτικής για την οικοανάπτυξη και, στη συνέχεια, να προτείνουν και να προωθήσουν επιλογές στην τοπική αυτοδιοίκηση.
Προς το παρόν, στα κόμματα υπάρχουν μόνον σκέψεις και, ενδεχομένως, μια τέτοια αντίληψη να προωθηθεί στο άμεσο μέλλον, δεδομένου ότι η οικοανάπτυξη αποτελεί μοναδικό εργαλείο πολιτικής για την αναζοωγόνηση της υπαίθρου.
Αλλά οι φορείς της πολιτικής και τα κόμματα πρέπει να αναζητήσουν και το πολιτικό υποκείμενο της οικοανάπτυξης, τις συλλογικότητες εκείνες που συνθέτουν την κοινωνία των πολιτών σε δίκτυα, όπως τις οικολογικές οργανώσεις, το κίνημα των καταναλωτών, τους εθνικοτοπικούς συλλόγους και εν γένει τις μη κυβερνητικές οργανώσεις.
Οραματιστές, τεχνοκράτες, επιχειρηματίες, εθελοντές και μη κυβερνητικές οργανώσεις, μέσα από ένα ολοκληρωμένο σχέδιο, μπορούν να αποτελέσουν τη δυναμική σύνθεση των απαραίτητων ανθρώπινων πόρων ώστε η μικροπεριφέρεια να μπει στην τροχιά της οικοανάπτυξης.
Οι εθελοντικές οργανώσεις που σηματοδοτούν τις νέες τάσεις για ποιότητα ζωής, προστασία και ανάδειξη του περιβάλλοντος, μπορούν να δείξουν και τις νέες τάσεις προς την κοινωνική οικονομία και να κατευθύνουν τις επενδύσεις της επιχειρηματικότητας με αυξημένη κοινωνική ευθύνη. Απαραίτητος όρος, όμως, για να πετύχουν μια τέτοια κινητοποίηση, είναι η μεταξύ τους δικτύωση και οριζόντια επικοινωνία.
Από την άλλη πλευρά, στο επίπεδο της τοπική αυτοδιοίκησης, εάν μέσα στην οκταετία των Καποδιστριακών Δήμων είχε διατεθεί ένα ελάχιστο ποσοστό 5 έως 10% των κονδυλίων για επενδύσεις οικοανάπτυξης στον οικοτουρισμό – αγροτουρισμό, η εικόνα της περιφερειακής ανάπτυξης και της τοπικής απασχόλησης. θα ήταν τελείως διαφορετική. Ασφαλώς, θα ήταν προς την σωστή κατεύθυνση για την αναζωογόνηση της τοπικής κοινωνίας.
Σε όλα αυτά, αρχική προϋπόθεση είναι η συνειδητοποίηση των αιρετών της τοπικής αυτοδιοίκησης, για τις δυνατότητες της οικοανάπτυξης και η εφαρμογή σχεδίων σε τοπική κλίμακα.
Kινητοποίηση των ανθρώπινων πόρων
Η επινόηση της ουσιαστικής πολιτικής για την οικοανάπτυξη βρίσκεται στην κινητοποίηση των ανθρώπινων πόρων και όχι απλά στη διαχείριση. Το ζήτημα της διαχείρισης είναι μια τεχνοκρατική υπόθεση, που κρίνεται σε επίπεδο συμβουλευτικής.
Ουσιαστικά, η βιώσιμη οικοανάπτυξη είναι μια στρατηγική επιλογή επένδυσης που βασίζεται στην ανάδειξη του φυσικού περιβάλλοντος σε συνδυασμό με την κινητοποίηση των ανθρώπινων πόρων, προκειμένου να αναληφθούν επενδυτικές πρωτοβουλίες για την αναγέννηση της υπαίθρου.
Αυτοί που πρέπει να αποφασίσουν για το μέλλον είναι οι ίδιες οι τοπικές κοινωνίες, μέσα από διαδικασίες διαβούλευσης, και πρέπει να δοθεί χώρος σε εκείνους που πιστεύουν στη συλλογική δημιουργία των εθελοντών και ενθαρρύνουν την εθελοντική κουλτούρα. Μ’ αυτή την έννοια πρέπει να δοθεί ζωτικός χώρος πολιτικής στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και στις οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών, πέρα από τα όρια του κράτους και της αγοράς. Όμως, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο χώρος αυτός είναι διεκδικούμενος από τους παραπάνω φορείς και δεν προκύπτει ως παραχώρηση.
Η κινητοποίηση ανθρώπινων πόρων προϋποθέτει, πριν από όλα, τοπικό όραμα αλλά και σχεδιασμό. Από τη μια πλευρά, οι οραματιστές είναι απαραίτητοι για να δώσουν νόημα και ενεργητικότητα στον πατριωτισμό της τοπικής κοινωνίας, ώστε να την κινητοποιήσουν. Από την άλλη, και οι τεχνοκράτες είναι απαραίτητοι για τον σχεδιασμό, τις μελέτες και την οργανωτική κουλτούρα, που απαιτείται για να αναπτυχθεί με σχέδιο η τοπική οικονομία.
Αυτές οι δυο κατηγορίες υποκειμένων πηγαίνουν μαζί και ανοίγουν το δρόμο, για όλους όσους θα ολοκληρώσουν το τοπικό όραμα οικοανάπτυξης. Οι επενδύσεις συνήθως έρχονται αργότερα, όταν πια έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις σε υποδομές και ανθρώπινο κεφάλαιο, και έχει συντελεστεί η κατάλληλη προβολή των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της περιοχής, ώστε να λειτουργήσει ένας πόλος έλξης επενδύσεων.
Οι Δήμοι μπορούν να αναδείξουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της περιοχής τους μέσα από την εκπόνηση επιχειρηματικών σχεδίων. Για το σκοπό αυτό υπάρχει πρόβλεψη και σχετικά κονδύλια. Σημαντικό ρόλο στην όλη διαδικασία μπορούν να παίξουν οι εθελοντές για το περιβάλλον και τον πολιτισμό, στα πλαίσια των μη κυβερνητικών οργανώσεων.
Ωστόσο, έχει διαπιστωθεί ότι στους λεγόμενους Καποδιστριακούς Δήμους υπάρχει έλλειμμα στο λεγόμενο ανθρώπινο κεφάλαιο, διότι είναι γνωστή η εγκατάλειψη της υπαίθρου από τους νέους. Προκειμένου να στηριχθεί ένα τοπικό σχέδιο οικοανάπτυξης, χρειάζεται ο εμπλουτισμός των ανθρώπινων πόρων με νέο δυναμικό από τα μεγάλα αστικά κέντρα. Αυτό μπορεί να γίνει μόνον με οργανωμένο σχέδιο και σε συνεργασία με περιβαλλοντικές και πολιτιστικές οργανώσεις, που ενδιαφέρονται να έχουν ένα σημείο αναφοράς στην ύπαιθρο.
Οικοπάρκα και οικοκοινότητες – Βιοκαταναλωτές
Ο συνδυασμός αναπτυξιακών στόχων και η κινητοποίηση των ανθρώπινων πόρων συνθέτουν το κοινωνικό κεφάλαιο της οικοανάπτυξης. Τα οικοπάρκα και οι οικοκοινότητες είναι παραδείγματα που, συνδεδεμένα με οικολογικές και βιοκαταναλωτικές οργανώσεις των μεγάλων αστικών κέντρων, μπορούν να συμβάλλουν στην ανάπτυξη του κοινωνικού κεφαλαίου.
Μια άλλη ιδέα που μπορεί να βρει έδαφος βιωσιμότητας είναι διάφορες βιοκαταναλωτικές οργανώσεις να υιοθετήσουν μικρά αγροκτήματα με βιοκαλλιέργειες και κοπάδια βιολογικής κτηνοτροφίας στα χωριά, αγοράζοντας και ενισχύοντας άμεσα παραγωγούς τέτοιων προϊόντων. Επιπλέον, θα μπορούν να συμμετέχουν και οι ίδιοι στον ελεύθερο χρόνο τους στις εργασίες παραγωγής.
Η ανάπτυξη μιας τέτοιας συνεργατικής και συμμετοχικής σχέσης μεταξύ αγροτών και βιοκαταναλωτικών οργανώσεων μπορεί να δώσει νόημα και περιεχόμενο στην αναγέννηση της υπαίθρου, ώστε να προκληθεί το ενδιαφέρον για τις ιδιωτικές επενδύσεις. Εξάλλου, αυτές οι αναπτυξιακές πρωτοβουλίες δε θίγουν την «αγορά», αλλά μπορούν να λειτουργούν συμπληρωματικά προς την αναζωογόνηση του συνόλου της οικονομίας, στο βαθμό που αξιοποιούνται ανενεργοί φυσικοί και ανθρώπινοι πόροι.
Τα παραπάνω ορίζουν ένα μοντέλο ποιότητας ζωής, το οποίο βασίζεται στους βιοκαταναλωτές και τις οικοκοινότητες, που αναπτύσσουν διάφορες οικολογικές οργανώσεις. Το μοντέλο αυτό μπορεί να καλύπτει ουσιαστικές ανάγκες και από τις δυο πλευρές, αφενός την ανάγκη του σύγχρονου συνειδητοποιημένου καταναλωτή για την ποιότητα της διατροφής του και, αφετέρου, την ανάγκη του νέου αγρότη να υποστηριχθεί ηθικά και οικονομικά για μια υψηλή ποιοτική παραγωγή.
Σε αυτή τη σχέση, διαμεσολαβητικό ρόλο μπορούν να παίξουν και οι διάφοροι εθνικοτοπικοί σύλλογοι που υπάρχουν στα μεγάλα αστικά κέντρα και διατηρούν σχέση με τους τόπους καταγωγής τους. Αυτοί οι σύλλογοι, δεύτερης γενιάς εσωτερικών μεταναστών, μπορούν να προσθέσουν νέο περιεχόμενο στη δράση τους και να αποτελέσουν γέφυρα επικοινωνίας και συνεργασίας μεταξύ των μεγάλων αστικών κέντρων και υπαίθρου.
Με βάση τις παραπάνω σκέψεις και αντιλήψεις, θα ήταν σκόπιμο να δημιουργηθεί ένα ανοικτό φόρουμ, μεταξύ οικολογικών και βιοκαταναλωτικών οργανώσεων, με στόχο την οικοανάπτυξη σε ορεινές περιοχές και μικρά νησιά, μέσα από την προώθηση της ιδέας των οικοπάρκων και των οικοκοινοτήτων.
Η συμβουλευτική της οικοανάπτυξης στους Δήμους
Του Βασίλη Τακτικού – Γιάννου Παπαϊωάννου
Πρέπει να επισημάνουμε ότι η οικοανάπτυξη, ως δυναμικό μοντέλο για την αξιοποίηση των ανθρώπινων πόρων μέσα από την εμπνευσμένη ανάδειξη και διαχείριση των φυσικών και πολιτιστικών διαθεσίμων μιας περιοχής, δεν απαιτεί απλά έναν πολιτικό και τεχνοκρατικό προσανατολισμό, αλλά και συγκεκριμένη τεχνογνωσία και πολιτική συνθετικότητα.
Μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την επιτυχία του μοντέλου που περιγράψαμε παραπάνω, είναι η εξειδικευμένη συμβουλευτική στις εναλλακτικές αναπτυξιακές πρωτοβουλίες και την επιχειρηματικότητα των Ο.Τ.Α.
Πρόκειται για υπηρεσίες συμβουλευτικής υποστήριξης που δεν βρίσκονται στην παραδοσιακή κουλτούρα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αλλά ούτε παρέχονται από τις παραδοσιακές δομές της Διοίκησης. Ταυτόχρονα είναι άγνωστες, ως διαδικασία εφαρμογής προγραμμάτων και μοντέλων θεματικής πολιτικής, ακόμη και στα κόμματα.
Κι αυτό φαίνεται από την «ευκολία» με την οποία τα στελέχη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης διαχειρίζονται τις συμβουλευτικές υπηρεσίες σε έργα που έχουν σχέση με την οδοποιία, την ύδρευση και άλλες πάγιες ανάγκες των Δήμων, ενώ τις περισσότερες φορές δυσκολεύονται να κατανοήσουν, να χρηματοδοτήσουν και να διαχειριστούν έργα υποδομής που έχουν να κάνουν με τον εναλλακτικό τουρισμό, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την ενίσχυση της τοπικής απασχόλησης.
Με άλλα λόγια, αναφερόμαστε στην δυστοκία που υπάρχει στο επίπεδο των Ο.Τ.Α. αναφορικά με έργα για νέες μορφές επιχειρηματικότητας ή με συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, που απαιτούν υψηλό πολιτικό marketing και ευρύτερη κοινωνική συναίνεση.
Ασφαλώς, αυτό συμβαίνει μεταξύ άλλων για το λόγο ότι λείπουν οι ανάλογες συμβουλευτικές υπηρεσίες στην ανάπτυξη της εναλλακτικής πράσινης και πολιτιστικής επιχειρηματικότητας. Συναφής αιτία είναι και η έλλειψη ανοικτού διαλόγου στις τοπικές κοινωνίες, διαδικασία η οποία θα μπορούσε να καλύψει το έλλειμμα της εκλαΐκευσης και χρηστικής ενημέρωσης της τοπικής κοινωνίας.
Οι θεσμοί της κοινωνίας των πολιτών
Το σύστημα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, έτσι όπως λειτουργεί σήμερα, δεν ευνοεί τη συμμετοχικότητα της τοπικής κοινωνίας στην ενημέρωση και στις αποφάσεις που λαμβάνονται για τις επενδύσεις των Δήμων. Η παραδοσιακή συμβουλευτική εξυπηρετεί συνήθως την εκλογική «πελατεία» και όχι το σύνολο της ανάπτυξης της τοπικής κοινωνίας, γι’ αυτό και δράσεις για τον εναλλακτικό τουρισμό και την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς σπανίως προτείνονται. Εξάλλου, έχει παρατηρηθεί ότι όπου απουσιάζουν οι θεσμοί της κοινωνίας των πολιτών, τα θέματα περιβάλλοντος και πολιτισμού δε μπαίνουν στην ατζέντα για συζήτηση.
Έπειτα, η συμβουλευτική για το οικοαναπτυξιακό μοντέλο είναι πολυσύνθετη. Απαιτεί ταυτόχρονα πολιτικές και δράσεις για τη βελτίωση και την ανάπτυξη των ανθρώπινων πόρων. Απαιτεί, επίσης, ανοικτές και διαφανείς διαδικασίες καθώς και μια αντίληψη του ωφέλιμου κέρδους και όχι της «αρπαχτής».
Επομένως, η προώθηση του οικοαναπτυξιακού μοντέλου χρειάζεται συμβουλευτικές υπηρεσίες με κοινωνικό προορισμό μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Επιπλέον, απαιτεί την ανάδυση τοπικού οράματος καθώς και την κινητοποίηση του εθελοντισμού και των ανθρώπινων πόρων, γύρω από τον τοπικό πολιτισμό. Χωρίς αυτή την ενεργοποίηση οι υλικές υποδομές, οι δρόμοι και οι πλατείες δεν μπορούν να αποδώσουν προστιθέμενη αξία.
Λαμβάνοντας υπόψη την υφιστάμενη κατάσταση στην περιφέρεια και στους μικρούς Δήμους, είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς ότι χρειάζονται εναλλακτικές συμβουλευτικές υπηρεσίες για την οικοανάπτυξη. Και είναι γεγονός ότι αυτές οι ανάγκες δε μπορούν να καλυφθούν από τις υφιστάμενες συμβουλευτικές δομές, αλλά χρειάζονται συμβουλευτικές υπηρεσίες, στο επίπεδο συμπράξεων μεταξύ Δήμων, για την ανάδυση τοπικού οράματος και για τον επιχειρησιακό σχεδιασμό που θα διευκολύνει τις τοπικές επενδύσεις.
Το παράδειγμα του παρατηρητηρίου Δήμων του Ερυμάνθου, που συστάθηκε για το σκοπό αυτό, επιβεβαιώνει ακριβώς όλα τα παραπάνω. Από τη στιγμή που λειτούργησαν συμβουλευτικές υπηρεσίες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα για την οικοανάπτυξη και τον οικοτουρισμό, οι Δήμοι άρχισαν να προγραμματίζουν έργα και υποδομές οικοανάπτυξης, κάτι που δεν είχαν κάνει ποτέ στο παρελθόν. Επίσης, αύξησαν και την απορρόφηση πρόσθετων πόρων από τα κοινοτικά προγράμματα, για έργα οικοαναπτυξιακού χαρακτήρα. Αυτό είναι ένα πολύ διδακτικό παράδειγμα για την εναλλακτική συμβουλευτική.
Συμπράξεις Ο.Τ.Α. με επιχειρήσεις
Η ήδη ισχύουσα νομοθεσία, Νόμος 3389, επιτρέπει στους Ο.Τ.Α. ή στις εταιρείες των Ο.Τ.Α. να συμπράττουν με φορείς του ιδιωτικού τομέα, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
Εκτέλεση έργων ή παροχή υπηρεσιών, τα οποία ανήκουν στην αρμοδιότητα των Ο.Τ.Α.,
Οι ιδιωτικοί φορείς αναλαμβάνουν, έναντι ανταλλάγματος, να φέρουν σε πέρας το έργο ή τμήμα του έργου,
Η ευθύνη της χρηματοδότησης του έργου και της παροχής υπηρεσιών ανήκει, ύστερα από υπογραφή σύμβασης, στους ιδιωτικούς φορείς,
Ο συνολικός προϋπολογισμός του έργου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 200.000.000 €.
Οι διαδικασίες ανάθεσης έργου, τις οποίες οι Ο.Τ.Α. ή οι εταιρείες ευθύνης τους μπορούν να ακολουθήσουν, χωρίζονται στις παρακάτω κατηγορίες:
Ανοικτού Τύπου διαδικασίες, όπου ο κάθε ενδιαφερόμενος φορέας υποβάλλει προσφορά ύστερα από δημόσια πρόσκληση,
Κλειστού Τύπου διαδικασίες, όπου η αναθέτουσα αρχή προσκαλεί δημόσια για προσφορές συγκεκριμένους ιδιώτες, που δεν μπορούν να είναι λιγότεροι από πέντε (5).
Διαδικασίες Ανταγωνιστικού Διαλόγου, όπου η Αναθέτουσα αρχή διεξάγει διάλογο με επιλεγμένους υποψήφιους φορείς, προκειμένου να εντοπίσει τις καλύτερες λύσεις. Στη συνέχεια, οι υποψήφιοι υποβάλλουν προσφορές πάνω σε αυτές τις λύσεις, με ελάχιστο αριθμό τριών (3) υποψήφιων φορέων.
Διαδικασίες Διαπραγμάτευσης, όπου η αναθέτουσα αρχή διεξάγει διάλογο με ιδιωτικούς φορείς της επιλογής της και διαπραγματεύεται απευθείας τους όρους της σύμβασης έργου και παροχής υπηρεσιών.
Οι δύο τελευταίες διαδικασίες ανάθεσης συνίστανται εάν, ύστερα από εφαρμογή των δύο πρώτων, καθίσταται αναποτελεσματική η εύρεση κατάλληλων φορέων ή σε περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών, όπου η τιμολόγηση είναι περίπλοκη.
Η παραπάνω νομοθεσία διαμορφώνει ένα ευέλικτο περιβάλλον για τους Δήμους και την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Πιο συγκεκριμένα, δίνει τη δυνατότητα σε διαφορετικούς Δήμους να συστήσουν εταιρεία και να διαμορφώσουν από κοινού αναπτυξιακή στρατηγική, για ολόκληρη την περιφέρεια ευθύνης τους.
Αυτή η εταιρεία, στο μετοχικό κεφάλαιο της οποίας θα έχουν συνεισφέρει όλοι οι δήμοι, μπορεί να αναθέτει απευθείας σε ιδιωτικούς φορείς το σχεδιασμό και την υλοποίηση της οικαναπτυξιακής στρατηγικής για την περιοχή. Ο καταμερισμός του κόστους σε όλους τους ενδιαφερόμενους δήμους επιτρέπει την ανάθεση έργων σε επιστημονικό και εξειδικευμένο προσωπικό, ώστε να υπάρχουν τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα.
Σε κάθε περίπτωση, ο συνεργαζόμενος με την εταιρία των δήμων ιδιωτικός φορέας μπορεί να αναλαμβάνει τα ακόλουθα:
Α) Την επικοινωνιακή στρατηγική των Δήμων
Ο ανάδοχος φορέας θα έχει την ευθύνη της πληροφόρησης των δημοτών για τους αναπτυξιακούς στόχους των Δήμων. Επίσης, θα αναλαμβάνει την τροφοδότηση με πληροφορίες όλου του τοπικού τύπου, τη διοργάνωση ημερίδων με θέμα την οικοανάπτυξη, τη διεξαγωγή συζητήσεων με σκοπό τη συναινετική αναπτυξιακή στρατηγική και, τέλος, την εκλαΐκευση των αποφάσεων των δημοτικών συμβουλίων προς όλους τους δημότες.
Β) Την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών και τη διεξαγωγή μελετών
Ο στόχος της οικοανάπτυξης για μια ολόκληρη περιοχή Δήμων προϋποθέτει τη διερεύνηση τυχόν συνεργειών μεταξύ έργων και την επιλογή της καλύτερης δυνατής αναπτυξιακής πρότασης, προς όφελος όλης της τοπικής κοινωνίας. Ο ανάδοχος ιδιωτικός φορέας μπορεί να αναλάβει την εκπόνηση μελετών για οικοαναπτυξιακές υποδομές και δράσεις καθώς και για υποδομές προστασίας του περιβάλλοντος. Επίσης, μπορεί να αναλάβει τη δημιουργία δικτυακών τόπων και τουριστικών οδηγών, που θα περιλαμβάνουν τα σημεία ενδιαφέροντος για τους επισκέπτες σε όλη τη περιοχή. Τέλος, μπορεί να αναλάβει και την εκπόνηση μελετών για προβολή των συγκριτικών πλεονεκτημάτων των περιοχών και της υλοποίησης οικοτουριστικών πακέτων.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι η καθολική και συστηματική θεώρηση του στόχου της οικοανάπτυξης για κάθε περιοχή επιβάλλει αντίστοιχα καθολική δέσμευση συντονισμένης και από κοινού προσπάθειας των Δήμων. Αυτή η προσπάθεια εκφράζεται, με τον καλύτερο τρόπο, με την από κοινού ανάθεση δράσεων επικοινωνιακής στρατηγικής και έργων οικοανάπτυξης για όλη την περιοχή σε εξειδικευμένους ιδιωτικούς φορείς.