Νταν….νταν…νταν χτυπάει ιδιόρρυθμα και λυπητερά η καμπάνα του χωριού, για να αναγγείλει το θάνατο σε ολόκληρο το χωριό. Στο άκουσμα του θλιβερού ήχου της καμπάνας του χωριού, που επαναλαμβάνεται πέντε ή έξι φορές και η ηχώ της λαγκαδιάς τον μεταφέρει σε όλο το χωριό και στα γύρω καταράχια, όλοι ξαφνιάζονται και βγαίνουν στα παράθυρα και στα μπαλκόνια και ρωτάνε να μάθουν «ποιος πέθανε;». Και τότε από το παιδί που χτύπησε την καμπάνα μαθαίνουν ποιον χτύπησε ο θάνατος.

Από σπίτι σε σπίτι, από γειτονιά σε γειτονιά, από κορυφή σε κορυφή και από καταράχι σε καταράχι γίνεται γνωστό το όνομα του αποθανόντος. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά κατευθύνονται προς το σπίτι του πεθαμένου. Λίγα λεπτά αργότερα το χωριό ολόκληρο βρίσκεται στο πλευρό του πεθαμένου. Οι γυναίκες παίρνουν θέση γύρω από το φέρετρο και οι πιο χαροκαμένες και λυπημένες αρχίζουν τα μακρόσυρτα μοιρολόγια που ραγίζουν και τις πέτρες ακόμα. Όλες σχεδόν οι παλιές γυναίκες του χωριού, αλλά και οι άνδρες είναι καλλίφωνοι και υπέροχοι μοιρολογιστές. Χωρίζονται σε δύο ομάδες και η μια αρχίζει τον ένα στίχο και τον επαναλαμβάνει η άλλη.

Κατά την παράδοση, ο θάνατος μπαίνει αόρατος από την στέγη του σπιτιού και όχι από την πόρτα. Πρόκειται για τους δύο Αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ. Ο ένας κρατάει σπαθί με το οποίο παίρνει την ψυχή του ανθρώπου, ενώ ο άλλος κρατάει κρίνο και μυρίζει το νεκρό, για να μη νιώσει πόνο την ώρα που αποσπάται η ψυχή του. Μόλις διαπιστωθεί ο θάνατος, πρώτη δουλειά των οικείων του νεκρού είναι να πλύνουν το σώμα του, να του φορέσουν τα καινούργια του ρούχα, να του κλείσουν τα μάτια, να του σταυρώσουν τα χέρια και να τον ευπρεπίσουν. Μετά τον ξαπλώνουν σε ένα κρεβάτι στη μέση του σπιτιού και με την καμπάνα το ανακοινώνουν για να μαθευτεί. Τοποθετούν στο στήθος του το εικόνισμα του σπιτιού, ανάβουν μια λαμπάδα και τον γεμίζουν με λουλούδια .

Στην θέση αυτή ο νεκρός θα μείνει περίπου ένα εικοσιτετράωρο. Γυναίκες εναλλασσόμενες τον φυλάνε μέρα και νύχτα και τον προσέχουν να μην περάσει τίποτε από πάνω του, γιατί βρικολακιάζει, σηκώνεται δηλαδή τις νύχτες και περπατάει και δεν βρίσκει η ψυχή του ανάπαυση.

Παράλληλα γίνονται διάφορες ενέργειες για την προετοιμασία της ταφής. Σηκώνουν τα ρούχα που πέθανε ο νεκρός, γιατί πιστεύουν ότι είναι γεμάτα αίματα από την σφαγή. Αυτά θα πλυθούν την τρίτη ημέρα στο λαγκάδι. Βάζουν στην συνέχεια να βράσει λίγο σιτάρι για σπερνά (κόλλυβα). Άλλοι φτιάχνουν την κάσα (φέρετρο) και άλλοι αναλαμβάνουν να βγάλουν τον τάφο. Καλούν επίσης αμέσως τον παπά, για να διαβάσει τον πεθαμένο. Μια – δυο ώρες προ της κηδείας αρχίζει να χτυπάει συνέχεια και λυπητερά η καμπάνα, για να συγκεντρωθεί ο κόσμος και να βγάλουν το λείψανο.

Στην ώρα έρχονται οι παπάδες, οι ψάλτες και τα εξαπτέρυγα. Προηγούνται κατά την πομπή τα εξαπτέρυγα, ακολουθεί το φέρετρο του νεκρού, που το βαστάζουν τέσσερις και πίσω οι παπάδες, οι συγγενείς του πεθαμένου και όλος ο κόσμος του χωριού. Τον περιφέρουν έναν γύρο στο χωριό και καταλήγουν στην κεντρική εκκλησία. Εκεί ψάλλουν την ακολουθία της κηδείας, μοιράζουν κεριά για την ψυχή του πεθαμένου, εκφωνούνται επικήδειοι και ύστερα η σορός μεταφέρεται στο νεκροταφείο για την ταφή.

Συγκινητική είναι η στιγμή που ο παπάς λέει το «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν», καθώς και την στιγμή που το φέρετρο κατεβαίνει στον τάφο. Μετά την ταφή γυρίζουν στο σπίτι του πεθαμένου να συλλυπηθούν τους οικείους του, στους οποίους προσφέρεται καφές και ούζο. Το βράδυ γίνεται και το τραπέζι της παρηγοριάς.

Για τρεις ημέρες, λένε, ότι η ψυχή του νεκρού πλανάται μέσα στο σπίτι και παρακολουθεί εκ του αφανούς τα διαδραματιζόμενα. Μετά την τρίτη ημέρα και επί σαράντα μέρες επισκέπτεται όλα τα μέρη που περπάτησε ο αποθανών κατά την διάρκεια της ζωής του. Στις τρεις ημέρες κάνουν το μικρό μνημόσυνο του νεκρού, τα τρίτα, και στις εννιά τα εννιάμερα, συνήθως με κόλλυβα και λειτουργίες.

Στις σαράντα μέρες γίνεται το σαρανταλείτουργο με τρεις δίσκους με σπερνά και ωραία άσπρα ψωμιά κομμένα σε τετράγωνες «κομμάτες». Προσφέρουν επίσης ψωμιά, κρασί και συγχωράνε. Το μεσημέρι κάνουν μεγάλο τραπέζι με πολλά κρέατα σε αρκετούς προσκεκλημένους για την ψυχή του πεθαμένου. Μνημόσυνα γίνονται τα ψυχοσάββατα, στον χρόνο, στα τρία χρόνια και ευκαιριακά.

Διάφορες δοξασίες σχετικές με τον θάνατο είναι οι εξής:

Πολλοί γέροι έχουν αργό θάνατο. Χαροπαλεύουν ολόκληρες μέρες. Δεν βγαίνει η ψυχή τους και τυραννιούνται. Οι άνθρωποι αυτοί θεωρούνται κριματισμένοι. Αν έχει καμιά μεγάλη έχθρα με κανέναν συγχωριανό του, στέλνουν και τον καλούνε να συγχωρεθούνε και κατ’ αυτόν τον τρόπο επιταχύνεται ο θάνατος.

Τους ετοιμοθάνατους τους κοινωνάνε για να γίνουν καλοί χριστιανοί, έστω και στο τέλος.

Πολλοί δεν θέλουν να κοινωνήσουν, γιατί με την κοινωνία θεωρούν βέβαιο το θάνατο.

Πολλές φορές συμπίπτει την ημέρα του θανάτου κάποιου να γίνει μια θεομηνία. Το γεγονός το συσχετίζουν με τον θάνατο και θεωρούν τον άνθρωπο αυτό πολύ κακό και κριματισμένο.

Όταν το λείψανο βραχεί κατά την μεταφορά του στο νεκροταφείο, πιστεύουν ότι κι άλλος θα πεθάνει.

Αν επίσης ο νεκρός είναι γελαστός, θα πάρει σύντομα κοντά του κάποιοι αγαπημένο πρόσωπο.

Κάτι παρόμοιο πιστεύουν αν ο νεκρός τύχει να γυαλιστεί σε καθρέφτη.

Οι γυναίκες προσέχουν τα μαλλιά τους να μην ακουμπήσουν στο πρόσωπο του νεκρού, γιατί πέφτουν.

Επίσης αν φτερνιστεί κάποιος μπροστά στο νεκρό, ξηλώνει μια ραφή από ένα ρούχο, γιατί αλλιώς πεθαίνει.

Σαν βγάλουν το λείψανο, πετάνε έξω από το παράθυρο διάφορα αντικείμενα όπως πιάτα, ποτήρια κ.λπ.

Η μάνα, που της πεθαίνει το πρώτο παιδί, δεν κάνει να ακολουθήσει την κηδεία στην εκκλησία, γιατί υπάρχει κίνδυνος και για άλλο. Το ίδιο γίνεται και με τους νιόπαντρους. Τα αδέρφια όταν είναι «μονομηνέικα» δεν κάνει το ζωντανό να ασπασθεί το νεκρό αδερφό του, ούτε και να παρακολουθήσει την εκφορά του.

Σαν περνάει η κηδεία από τις γειτονιές, κλείνουν τις πόρτες για να μην μπει ο χάρος στα σπίτια.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο “Λαογραφικές Σελίδες” του Νώντα Περ. Σακελλαρόπουλου

πίσω