Θυμάμαι, μικρός στο χωριό (1928-1936) σαν να είναι τώρα, έναν λαϊκό τύπο, λαδάς από τα Λαγκάδια, που ερχόταν στο χωριό και πούλαγε την πραμάτεια του, το λάδι του. Στο χωριό μας δεν υπάρχει παραγωγή λαδιού, γιατί είναι ορεινό και δεν γίνονται ή δεν καρποφορούν οι ελιές. Έτσι το χωριό έτρωγε το λάδι «λιγκρό», δηλαδή με το μέτρο.

Ο Ζάφειρας λοιπόν από τα Λαγκάδια ήταν κατά την περίοδο εκείνη ο κύριος προμηθευτής λαδιού του χωριού. Ήταν ένας τύπος καλόκαρδος, πανέξυπνος (Γορτύνιος) και νομίζω πως η δουλειά του ήταν να πουλάει μοναχά λάδι. Ήταν μετρίου αναστήματος και φόραγε βέστα (τρίλινη φουστανέλα), που ήταν και πουκάμισο μαζί με πιέτες στον τράχηλο, μέϊντανο γιλέκο, κάλτσες χοντρές άσπρες και καλτσοδέτες με φούντες, τσαρούχια με φούντες, σελάχι σαν τους παλιούς κλέφτες του ’21 και σκούφο μαύρο, στρογγυλό σαν φέσι.

Είχε δυο γερά και καλοθρεμμένα μουλάρια. Τα φόρτωνε με εκατό οκάδες λάδι το καθένα και ξεκίναγε για τα Καλαβρυτοχώρια, που δεν είχαν παραγωγή λαδιού. Το λάδι το έβαζε μέσα σε γιδιές (τραγοτόμαρα) και διαλαλώντας το, το πούλαγε στις νοικοκυρές.

Μόλις εμφανιζόταν στην είσοδο του χωριού (Βερσίτσι), φώναζε με την καραμούζα του, σα να ‘λεγε: «έρχεται ο Ζάφειρας με το λάδι του». Οι νοικοκυρές γνώριζαν τον ήχο της καραμούζας του και ετοίμαζαν τις λαδομπουκάλες, άνοιγαν τα κομποδέματά τους και περίμεναν να περάσει από την αυλή τους να αγοράσουν λάδι. Οι χωρικοί μας ήταν τότε φτωχοί και πιο φτωχοί παλιότερα. Το λάδι δεν έφτανε εύκολα στα μέρη μας, αλλά και αν έφτανε, δεν το αγόραζε κανείς ή το αγόραζε με το σταγονόμετρο. Και οι νοικοκυρές του Βερσιτσίου αγόραζαν κάθε φορά που πέρναγε ο μακαρίτης τώρα Ζάφειρας μια ή δύο το πολύ οκάδες.

Πολλές έπαιρναν και μισή οκά, για να περάσουν με αυτήν έναν και δύο μήνες. Ο λαός έτρωγε χόρτα και όσπρια χωρίς λάδι ή με λάδι λιγοστό, μετρημένο σε κουταλιές. Τον έσωζε όμως το λίπος, το κρέας και τα γαλακτερά.

Έτσι ερχόταν κι έφευγε ο λαδάς Κυριάκος Ζάφειρας από τα Λαγκάδια, ο τροφοδότης του χωριού με λάδι. Ο καλόκαρδος άνθρωπος που έμεινε στη μνήμη μου σαν ένα σημαντικό γεγονόςŸ η έλλειψη του λαδιού στο χωριό, ο Ζάφειρας, το σουλούπι του, τα μουλάρια του, το λάδι στις γιδιές και η μικρή ποσότητα που αγόραζαν οι νοικοκυρές, βιώματα που δεν ξεχνιούνται εύκολα, γιατί είμαστε τόσο πολύ δεμένοι μαζί τους.

Θυμάμαι, μικρός στο χωριό (1928-1936) σαν να είναι τώρα, έναν λαϊκό τύπο, λαδάς από τα Λαγκάδια, που ερχόταν στο χωριό και πούλαγε την πραμάτεια του, το λάδι του. Στο χωριό μας δεν υπάρχει παραγωγή λαδιού, γιατί είναι ορεινό και δεν γίνονται ή δεν καρποφορούν οι ελιές. Έτσι το χωριό έτρωγε το λάδι «λιγκρό», δηλαδή με το μέτρο.

Ο Ζάφειρας λοιπόν από τα Λαγκάδια ήταν κατά την περίοδο εκείνη ο κύριος προμηθευτής λαδιού του χωριού. Ήταν ένας τύπος καλόκαρδος, πανέξυπνος (Γορτύνιος) και νομίζω πως η δουλειά του ήταν να πουλάει μοναχά λάδι. Ήταν μετρίου αναστήματος και φόραγε βέστα (τρίλινη φουστανέλα), που ήταν και πουκάμισο μαζί με πιέτες στον τράχηλο, μέϊντανο γιλέκο, κάλτσες χοντρές άσπρες και καλτσοδέτες με φούντες, τσαρούχια με φούντες, σελάχι σαν τους παλιούς κλέφτες του ’21 και σκούφο μαύρο, στρογγυλό σαν φέσι.

Είχε δυο γερά και καλοθρεμμένα μουλάρια. Τα φόρτωνε με εκατό οκάδες λάδι το καθένα και ξεκίναγε για τα Καλαβρυτοχώρια, που δεν είχαν παραγωγή λαδιού. Το λάδι το έβαζε μέσα σε γιδιές (τραγοτόμαρα) και διαλαλώντας το, το πούλαγε στις νοικοκυρές.

Μόλις εμφανιζόταν στην είσοδο του χωριού (Βερσίτσι), φώναζε με την καραμούζα του, σα να ‘λεγε: «έρχεται ο Ζάφειρας με το λάδι του». Οι νοικοκυρές γνώριζαν τον ήχο της καραμούζας του και ετοίμαζαν τις λαδομπουκάλες, άνοιγαν τα κομποδέματά τους και περίμεναν να περάσει από την αυλή τους να αγοράσουν λάδι. Οι χωρικοί μας ήταν τότε φτωχοί και πιο φτωχοί παλιότερα. Το λάδι δεν έφτανε εύκολα στα μέρη μας, αλλά και αν έφτανε, δεν το αγόραζε κανείς ή το αγόραζε με το σταγονόμετρο. Και οι νοικοκυρές του Βερσιτσίου αγόραζαν κάθε φορά που πέρναγε ο μακαρίτης τώρα Ζάφειρας μια ή δύο το πολύ οκάδες.

Πολλές έπαιρναν και μισή οκά, για να περάσουν με αυτήν έναν και δύο μήνες. Ο λαός έτρωγε χόρτα και όσπρια χωρίς λάδι ή με λάδι λιγοστό, μετρημένο σε κουταλιές. Τον έσωζε όμως το λίπος, το κρέας και τα γαλακτερά.

Έτσι ερχόταν κι έφευγε ο λαδάς Κυριάκος Ζάφειρας από τα Λαγκάδια, ο τροφοδότης του χωριού με λάδι. Ο καλόκαρδος άνθρωπος που έμεινε στη μνήμη μου σαν ένα σημαντικό γεγονόςŸ η έλλειψη του λαδιού στο χωριό, ο Ζάφειρας, το σουλούπι του, τα μουλάρια του, το λάδι στις γιδιές και η μικρή ποσότητα που αγόραζαν οι νοικοκυρές, βιώματα που δεν ξεχνιούνται εύκολα, γιατί είμαστε τόσο πολύ δεμένοι μαζί τους.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο “Λαογραφικές Σελίδες” του Νώντα Περ. Σακελλαρόπουλου.

πίσω