«Το αγώγι ξυπνάει τον αγωγιάτη» λέει μια λαϊκή παροιμία. Υπήρχαν και στο Βερσίτσι αγωγιάτες, όπως υπήρχαν και σε όλα τα ορεινά χωριά μας. Τους θυμάμαι, γιατί τους χρησιμοποιούσα και εγώ όταν ήμουν αναγκασμένος να φεύγω ή όταν γύριζα και είχα αποσκευές, μιας και άλλο μέσο μεταφορικό δεν υπήρχε.
Οι αγωγιάτες ήσαν άνθρωποι ικανοί στο περπάτημα, στην πεζοπορία πίσω από τα ζώα τους, πίσω από τα μουλάρια τους, που τα φόρτωναν και μετέφεραν με σταθερότητα τα εμπορεύματα των άλλων από τον ένα τόπο στον άλλο και κυρίως από τα πλησιέστερα τέρματα των αυτοκινήτων προς το εσωτερικό, όπου δεν υπήρχε άλλο μέσο μεταφοράς. Και φυσικά όταν μιλάμε γι’ αυτόν τον τρόπο μεταφοράς ανθρώπων και αποσκευών, αναφερόμαστε σε παλαιότερα χρόνια και κυρίως πριν από το 1950.
Από το 1930 μέχρι το 1950 οι αγωγιάτες ήσαν σε δράση κυρίως για κοντινές αποστάσεις. Δεν τους εμπόδιζε όμως τίποτα και για μακρινές, όπως Βερσίτσι – Πάτρα – Πύργο – Αμαλιάδα – Αίγιο – Τρίπολη. Και αυτό ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία, αφού για τις μακρινές αποστάσεις χρειάζονταν δεκαπέντε ώρες για να πάει κανείς και δεκαπέντε για να γυρίσει. Ξεκίναγαν για παράδειγμα τα μεσάνυχτα από το Βερσίτσι, για να φτάσουν το βράδυ της άλλης ημέρας στην Πάτρα ή σε άλλη πόλη. Σαν δεν πρόφταναν να φτάσουν αυθημερόν, κοιμούνταν στα προάστια, για να σηκωθούν πολύ πρωί την άλλη μέρα να μπουν στην πόλη, να κάμουν τα ψώνια τους και το απόγευμα να πάρουν τον δρόμο της επιστροφής.
Είχαν γνωστά δικά τους μαγαζιά, όπου ψώνιζαν φτηνά κυρίως ζάχαρη, ρύζι, καφέ, μακαρόνια, βακαλάους, καραμέλες, κουβαρίστρες, κανελλογαρύφαλλα, κουμπιά, δαχτυλήθρες, βελόνες και άλλα μικροπράγματα. Ενώ πήγαιναν καβάλα, γύριζαν πεζοί μέρα και νύχτα πίσω από τα φορτωμένα μουλάρια τους, τα οποία γνώριζαν σταθερά τον δρόμο και το πάτημα και οι αγωγιάτες τα ακολουθούσαν βήμα – βήμα κουρασμένοι, κάθιδροι και ακόμη μισονηστικοί. Ο δρόμος για την Πάτρα πέρναγε αναγκαστικά από το Λεχούρι, το Λεχουρίτικο βουνό και την Βλασία ένας δρόμος τραχύς, κουραστικός κι επικίνδυνος.
Αυτά ήσαν τα μεγάλα αγώγια, αραιά και περιορισμένα. Πολλά ήταν τα κοντινά από το Βερσίτσι στο Σοπωτό ή τα Τριπόταμα. Και αν πούμε ότι παρακαλούσαν να έχουν κάθε τόσο ένα αγώι, αυτό δεν είναι υπερβολή, αφού λεφτά δεν υπήρχαν. Ακόμα και το τάλιρο ήταν υπολογίσιμο, εξ ου και η παροιμία «το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη».
Τότε ήσαν στην περίοδο αιχμής τους και τα χάνια. Το Βερσίτσι είχε πολλά ζώα και πολλούς αγωγιάτες, άλλους συστηματικούς και άλλους περιστασιακούς. Αξίζει να αναφερθούν τα ονόματα μερικών, όπως: Ρώκης, Κυριακόπουλος, Λεωνίδας Σπανός, Κώστας Σπανός, Αρτέμης Γεωργακόπουλος, Γιώργης Κυριακόπουλος, Χρήστος Σταμούλης, Αρίστος Τσιρώνης, Μήτρος Χρυσόπουλος, Γιώργης Μπάρκουλας και άλλοι. Όλοι τους είχαν μουλάρια δυνατά, καλοθρεμμένα και ικανά να κάνουν αυτές τις μεγάλες διαδρομές. Τώρα όλα αυτά είναι παρελθόν. Οι καιροί άλλαξαν. Όλες οι κοινότητες έχουν συγκοινωνία με αυτοκίνητα και το χειρότερο η ύπαιθρος ερημώθηκε.
Απόσπασμα από το βιβλίο “Λαογραφικές Σελίδες” του Νώντα Περ. Σακελλαρόπουλου