Τρίτη «χρονιάρα» μέρα στην δέσμη του Δωδεκαημέρου είναι τα Θεοφάνια ή τα Φώτα που μαζί με την ημέρα του «Αγιασμού» και του Αϊ – Γιάννη συνιστούν ένα τριήμερο γιορτής των νερών. Η παραμονή των Φώτων λέγεται και πρωτάγιαση. Τα παιδιά λένε τα κάλαντα, όπως και τις προηγούμενες γιορτές. Και σήμερα ακόμα αν δεν ακούσουμε τις φωνούλες των μικρών μαθητών να λένε νύχτα-νύχτα τα κάλαντα τις παραμονές των μεγάλων γιορτών δεν νιώθουμε γιορτές, δεν αντιλαμβανόμαστε Χριστούγεννα.
Πολύ δε περισσότερο στα παλιά τα χρόνια που δεν υπήρχαν ημερολόγια, εφημερίδες, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις για να προειδοποιήσουν για τις μεγάλες γιορτές, ο κόσμος περίμενε τις θεόσταλτες φωνούλες των παιδιών να χτυπήσουν την πόρτα του και να αναγγείλουν την χαρμόσυνη ώρα: «Χριστός γεννάται σήμερον» ή «Άγιος Βασίλης έρχεται» ή «Σήμερα τα Φώτα και ο Φωτισμός».
Τα χείλη των μικρών παιδιών συνεχίζουν μέσα στην ατέλειωτη σειρά των αιώνων τα κάλαντα των Αγγέλων, που σύμφωνα με την θρησκευτική παράδοση ακούστηκαν την νύχτα της Βηθλεέμ κάτω από τα κεφάλια των φτωχών βοσκών. «Δόξα εν υψίστοις Θεώ κι επί γης ειρήνη». Οι νοικοκυρές ήξεραν τις παραμονές των μεγάλων γιορτών, ετοιμάζονταν και περίμεναν να φτάσει πρωί-πρωί χαράματα στην πόρτα τους η χαρούμενη αγγελία με την μαγική, γλυκιά και αγγελική φωνούλα των παιδιών.
Χτυπούσαν την κάθε πόρτα τα παιδιά και μόλις άνοιγε, έμπαιναν στο σπίτι χωρίς άδεια ρωτώντας: «Να τα πούμε;» και χωρίς να περιμένουν την απάντηση, άρχιζαν το τραγούδι. Η αμοιβή των παιδιών ήταν μερικές δραχμές ή αυγά, ό,τι είχε η νοικοκυρά. Και δυστυχώς πολλές νοικοκυρές δεν είχαν ούτε δραχμή, ούτε αυγό να δώσουν στα παιδιά και δεν τους άνοιγαν την πόρτα, μη θέλοντας ούτε κάλαντα ούτε την ευλογία των παιδιών. Γι’ αυτό τα παιδιά ξεκίναγαν νύχτα για να πούνε τα κάλαντα και όποια παρέα προλάβαινε πρώτη, γιατί σπάνια νοικοκυρά επέτρεπε να πει δεύτερη παρέα τα κάλαντα, γιατί δεν είχε τι να τους δώσει. Θα έλεγε κανείς ότι έκαναν αγώνα δρόμου και συναγωνιζόταν η μια παρέα την άλλη, ποια θα προλάβει πρώτη να πει τα κάλαντα και να πάρει το φιλοδώρημα. Σήμερα που τα πράγματα άλλαξαν κι όλες οι νοικοκυρές έχουν να δώσουν, δεν υπάρχουν παιδιά να ψάλλουν τα κάλαντα.
Επανερχόμενοι στην ημέρα των Θεοφανίων, ο παπάς αρχίζει νύχτα την λειτουργία και τελειώνει με το φώτισμα, οπότε ξεκινά να γυρίζει με το πετραχήλι και με μια όμορφη αγιαστούρα από σπίτι σε σπίτι και να αγιάζει τα σπίτια και τους ανθρώπους, ψάλλοντας το «εν Ιορδάνη». Τον παπά τον συντροφεύει και ένα παιδί που κρατάει το ειδικό χαλκωματένιο δοχείο, που έχει τον αγιασμό και όπου ρίχνουν λεφτά. Το νερό ανανεώνεται συχνά από τις βρύσες τις γειτονιάς για να μην τελειώσει, γίνεται δηλαδή ένα είδος αναπαραγωγής.
Το βράδυ οι νοικοκυρές αδειάζουν το νερό από όλα τα δοχεία, για να μην μείνει για την επόμενη ημέρα. Έτσι ο αγιασμός της ημέρας των Θεοφανίων είναι και ο πλέον θαυματουργός και δυνατός και τον διατηρούν όλον τον χρόνο.
Την άλλη μέρα, των «Φώτων», είναι μεγάλη γιορτή. Όλος ο κόσμος πάει στην εκκλησία δεν απουσιάζει κανένας ενορίτης. Όλοι κρατούν από ένα δοχείο για να πάρουν τον μεγάλο αγιασμό. Στη μέση της εκκλησίας έχει τοποθετηθεί ένα τραπέζι στολισμένο με μια λεκάνη με καθαρό νερό και πλάι μερικά κλωνάρια βασιλικού. Στο δάπεδο γύρω από το τραπέζι έχουν τοποθετηθεί διάφορα δοχεία για να πέσουν οι πρώτες στάλες από τον μεγάλο αγιασμό, από την αγιαστούρα του παπά. Οι πιστοί παίρνουν τον αγιασμό και ρίχνουν νομίσματα είναι το φιλοδώρημα του παπά.
Όταν γυρίσουν οι νοικοκυρές στο σπίτι με τον αγιασμό, δίνουν σε όλους να πιουν από λίγο και ταυτόχρονα ραντίζουν (αγιάζουν) το σπίτι, τους στάβλους, τις αυλές, τους κήπους, τα χωράφια, τα γιδοπρόβατα κ.τ.λ. Όλα τα νερά στην ημέρα των Φώτων είναι αγιασμένα.
Απόσπασμα από το βιβλίο “Λαογραφικές Σελίδες” του Νώντα Περ. Σακελλαρόπουλου