(1-6 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ)

Το πανηγύρι των Τριποτάμων καθιερώθηκε το 1825 από τον περίφημο «Αγιοπατέρα» Ευγένιο Παπουλάκη, που είναι ο ιδρυτής και κτήτορας της Μονής Τριποτάμων, η οποία είναι αφιερωμένη στην Θεοτόκο. Αρχικά είχε θρησκευτικό χαρακτήρα και τιμούσαν σε αυτό την Αγία Ευφροσύνη στις 27 Σεπτεμβρίου με το παλαιό ημερολόγιο. Μετά το 1925 μετατοπίστηκε στο τελευταίο δεκαήμερο του Αυγούστου (23-29) και μετά το 1950 μεταφέρθηκε και γιορτάζεται μέχρι σήμερα από την 1η μέχρι τις 6 του Σεπτεμβρίου, αν και σήμερα δεν υπάρχουν πολλές ομοιότητες με το χτες και ο χαρακτήρας του έχει αλλάξει ριζικά. Γενικά τα πανηγύρια στις μέρες μας ατόνησαν και μόνον μια σκιώδης ανάμνηση διατηρείται.

Το πανηγύρι των Τριποτάμων ήταν το μεγαλύτερο και το γραφικότερο της περιοχής. Εκτός από τον χρόνο γινόταν και γίνεται και σε καθορισμένο χώρο και συγκεκριμένα στο τρίγωνο που σχηματίζεται από την συμβολή των δύο ποταμών Αροανίου ή Λειβαρτζινού και του Ερυμάνθου ή Νουσαΐτικου, στον χώρο της αρχαίας Ψωφίδας, μέσα και γύρω από το φρούριο της Μονής και σε κατάλληλο και εκτεταμένο πεδίο. Παλαιότερα κράταγε έξι έως οκτώ μέρες και τώρα τελευταία μια έως τρεις. Είχε ιδιαίτερη φυσιογνωμία και ήταν το γραφικότερο, γιατί γινόταν έξω από κατοικημένο χώρο. Μέχρι το 1950 στα Τριπόταμα, υπήρχε μικρός αριθμός κατοικιών που εκτός από κατοικίες ήταν και ακμαία μαγαζιά και ξενοδοχεία ύπνου (χάνια) για τους περαστικούς. Έτσι το πανηγύρι και οι πανηγυριστές απλώνονταν σε ανοιχτό χώρο, σε μια εκτεταμένη και ολόφωτη κοιλάδα, που μαυρολόγαγε από τα πολυάριθμα ζωντανά και τις πρόχειρες παράγκες των μικροπωλητών.

Τα εμπορικά καταστήματα στεγάζονταν στο εσωτερικό του φρουρίου και μερικά απέξω όταν δεν επαρκούσε ο χώρος, σε ειδικά φτιαγμένες και με τσίγκο στεγασμένες παράγκες. Μέσα στο φρούριο, στη νότια πλευρά της εκκλησίας και κάτω από το μοναδικό γέρικο δέντρο στηνόταν πρόχειρο καφενεδάκι με λαϊκή ορχήστρα που έπαιζε δημοτικούς σκοπούς και χόρευαν και διασκέδαζαν οι γλεντζέδες και χορευταράδες άνδρες και γυναίκες.

Έξω από το φρούριο και κυρίως στην δυτική, νότια και ανατολική πλευρά στήνονταν τα σιδεράδικα και τα καταστήματα που εμπορεύονταν είδη κουζίνας, γυαλικά και κάθε είδους πραμάτεια. Απέξω στήνονταν και οι παράγκες με τα μαγέρικα, που σέρβιραν άφθονη πατσά και βραστή γίδα, αλλά και κρασί . Εκεί έτρωγαν κι έπιναν ή μάλλον κουτσόπιναν παρέες – παρέες οι πανηγυριστές και γλένταγαν με τους λαϊκούς οργανοπαίχτες (γύφτοι έκαναν απρόσκλητοι την εμφάνισή τους κι έπαιζαν την ταβουλόβεργα και τις πίπιζες, οπότε σηκωνόταν το πελεκούδι στον αέρα).

Πέρα στην κοιλάδα ήταν αραδιασμένα τα άλογα, τα μουλάρια, τα γαϊδούρια και τα βόδια για πούλημα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ξεχωριστή γραφικότητα έδινε η παρουσία των τσιγγάνων (γύφτων), οι οποίοι γύριζαν τσούρμο, ένα είδος καραβανιού, από πανηγύρι σε πανηγύρι και διαλαλούσαν και πουλούσαν την πραμάτεια τους (κοφίνια χειροποίητα, χαλιά κ.λπ.). Κυρίως όμως αυτοί ήσαν ζωέμποροι, μεταπράτες. Αγόραζαν σε ευτελείς τιμές γέρικα άλογα, γαϊδούρια, μουλάρια, βόδια. Τα τάιζαν ένα – δύο μήνες, τα κούρευαν, τους λιμάριζαν τα δόντια, τα στόλιζαν με μπιχλιμπίδια (τα μποσάτιζαν όπως έλεγαν) και τα πούλαγαν για νέα και ακριβότερα ή τα αντάλλασσαν με παλιοσαράβαλα και έπαιρναν και «απανοτίμι».

Το αστείο ήταν ότι πολλοί πήγαιναν στα πανηγύρια να αγοράσουν ζώα για τις ανάγκες τους και αγόραζαν από τους γύφτους τα ίδια τα δικά τους, που πριν τρεις μήνες τους τα είχαν πουλήσει, χωρίς φυσικά να το πάρουν χαμπάρι. Το ανακάλυπταν όταν το ζώο που αγόρασαν πήγαινε κατ’ ευθείαν στο σπίτι του πρώην αφεντικού τους και διερωτούνταν πώς βρήκε ο γάιδαρος το σπίτι. Τέτοια περιστατικά δεν ήσαν λίγα και η κοροϊδία πήγαινε σύννεφο. Οι γύφτοι είχαν ένα δικό τους τρόπο να πείθουν.

Και για να δείξουν τις ικανότητές τους (είχαν δέκα και είκοσι από δαύτα) τα καβάλαγαν, τους έβαζαν νέφτι στον πισινό και έτρεχαν πάνω – κάτω στον δημόσιο δρόμο. Μάλιστα παρ’ όλο που γνώριζαν όλοι ότι οι γύφτοι συχνά τους εξαπατούσαν, πολλοί τους εμπιστεύονταν και έπεφταν στην παγίδα. Είχαν και αυτά τα περιστατικά την ομορφιά τους.

Το πανηγύρι των Τριποτάμων έβγαινε στον πλειστηριασμό ένα μήνα πριν για ενοικίαση και εκμετάλλευση. Η ενοικίαση του πανηγυριού, του χώρου δηλαδή που πραγματοποιούνταν, αποτελούσε ένα σημαντικό έσοδο για την κοινότητα και την εκκλησία της Θεοτόκου. Για όλη αυτήν την διαδικασία υπήρχε ειδική Επιτροπή, την οποία την αποτελούσαν το κοινοτικό και εκκλησιαστικό συμβούλιο. Η επιτροπή με απόφασή της δημοσίευε την προκήρυξή της πλειοδοτικής δημοπρασίας. Αν υπήρχαν ικανοποιητικές προσφορές, κατακυρώνονταν στον πλειοδότη ή τους πλειοδότες. Αν όχι, επαναλαμβανόταν η δημοπρασία. Ο ενοικιαστής ή οι ενοικιαστές είχαν το δικαίωμα να εισπράττουν «εισόδια» στον χώρο του πανηγυριού.

Όποιος έμπαινε με ζώα για πούλημα, έπρεπε να πληρώσει. Η τιμή ήταν ορισμένη. Για τα ζώα που προορίζονταν για πούλημα είκοσι δραχμές το κεφάλι, δέκα για τα μη εμπορεύσιμα και ανάλογα ποσά για τα εμπορεύσιμα είδη. Τα πάντα φορολογούνταν. Πολλοί πανηγυριώτες άφηναν έξω από τα όρια του χώρου τα ζώα τους, για να μην πληρώσουν. Και ήταν αρκετοί αυτοί, αλλά κινδύνευαν να μείνουν απούλητα τα είδη τους. Έτσι γλίτωναν από τη μια μεριά, έχαναν από την άλλη. Οι ενοικιαστές ήθελαν αρκετό προσωπικό για να καλύψουν τις ανάγκες τους και να εποπτεύουν τις διόδους, ώστε να μην μπαίνουν λαθραία όσοι το επιχειρούσαν. Για κάθε είσπραξη έκοβαν και σχετική απόδειξη από ειδικά μπλοκ που ήταν θεωρημένα από την εφορία. Συνήθως οι βοηθοί των ενοικιαστών ήταν πρόσωπα συγγενικά και θα έπαιρναν το σχετικό φιλοδώρημά τους. Από τις εισπράξεις μετά τον απολογισμό πληρώνονταν η εκκλησία, η εφορία και οι επικουρικοί.

Τα κέρδη ήταν η αμοιβή των ενοικιαστών. Όχι σπάνια έπεφταν και έξω από τις προβλέψεις τους και τις εκτιμήσεις τους και τότε γινότανε συμβιβασμός. Και αυτό φυσικά έβγαινε από το ποσοστό συμμετοχής των πανηγυριστών. Εξάλλου για να μην γίνονται υπερβάσεις, όλα κανονίζονταν εκ των προτέρων. Οι έμποροι μέσα στον περίβολο του ναού ήξεραν την τιμή της παράγκας. Οι έξω από το φρούριο επίσης. Έτσι αποφεύγονταν οι παρεξηγήσεις. Οι περισσότεροι έμποροι και πραματευτάδες έρχονταν στα Τριπόταμα αμέσως μετά την διάλυση των δύο μεγάλων πανηγυριών της Ηλείας, των Ολυμπίων και του Γιαν Τζαμί.

Αυτοί ήταν από την Πάτρα, τον Πύργο, την Τρίπολη, το Αίγιο, την Αθήνα και άλλα μέρη. Οι πελάτες – αγοραστές ήταν από τα χωριά της μεγάλης περιφέρειας γύρω από τον τόπο του πανηγυριού. Και τα χωριά της περιοχής αυτής είναι τα παρακάτω: Λειβάρτζι, Λεχούρι, Κερασιά (Κερέσοβα), Καμενιάνοι, Δροβολοβό, Δεσινό, Ανάσταση (Αναστάσοβα), Αγρίδι, Αροανία (Σοπωτό), Αλέσταινα, Σειρές (Βερσίτσι), Πάος (Σκούπι), Δεχούνι, Βεσίνι, Νάσια, Πεύκο (Τσαρούχλι), Αμυγδαλιά (Μαμαλούκα), Δάφνη (Στρέζοβα), Πουρναριά (Ποδογορά), Παραλογγοί, Πέτα, Λάμπεια (Δίβρη), Ορεινή (Μοστενίτσα), Χόζοβα (Ψωφίδα), Πλάκα (Μορόχοβα), Άστρας (Νουσά), Κρυόβρυση (Δερβινή), Αγράμπελα (Πορετσό), Πλατανίτσα (Γερμοτσάνι).

Κατά κύριο λόγο από αυτά προέρχονταν οι πανηγυριστές, χωρίς να αποκλείουμε και ένα σωρό άλλα γειτονικά προς αυτά. Οι κάτοικοι αυτών των χωριών προετοιμάζονταν από την άνοιξη και κατά την διάρκεια ολόκληρου το καλοκαιριού. Έκαναν τις οικονομίες τους και ιδιαίτερα οι γυναίκες τον λογαριασμό τους. Φούσκωναν το κομπόδεμά τους, για να έχουν αρκετά χρήματα να ψωνίσουν τα αναγκαία και απαραίτητα για το σπίτι τους και το νοικοκυριό τους. Παράλληλα πήγαιναν για πούλημα μέρος από τα λιγοστά προϊόντα τους, ώστε να συμπληρώσουν τα ελλείμματά τους.

Το πανηγύρι έφτανε στην ακμή του την δεύτερη και την τρίτη ημέρα. Οι πανηγυριστές γύριζαν τα βράδια στα σπίτια τους και στα χωριά τους και την άλλη μέρα επέστρεφαν. Στον χώρο του πανηγυριού παρέμεναν όσο είχαν πραμάτειες για πούλημα. Πολλοί δεν ψώνιζαν τις πρώτες μέρες. Προτιμούσαν τις τελευταίες, που οι έμποροι λόγω διάλυσης του πανηγυριού κατέβαζαν τις τιμές τους.

Τα πανηγύρια αυτά εκτός από τον εμπορικό τους χαρακτήρα είχαν και χαρακτήρα ψυχαγωγικό. Έτρεχαν προς αυτά ολόκληρα καραβάνια, κατηφόριζαν ολόκληρα χωριά, μικροί και μεγάλοι. Οι μικροί πήγαιναν για να χαζέψουν, να κάνουν τις βόλτες τους, να συναντήσουν τους φίλους τους, να αγοράσουν μικροπράγματα ή να τους αγοράσουν οι γονείς κουστουμάκια, παπούτσια κ.λπ. Οι μεγάλοι πήγαιναν για ψώνια, αλλά και για να διασκεδάσουν. Γύριζαν τα καταστήματα ένα – ένα και ρωτούσαν να μάθουν τις τιμές και να αποφασίσουν να ψωνίσουν από το φθηνότερο μαγαζί. Για πολλούς ήταν μια καλή ευκαιρία να συναντήσουν τους φίλους τους, να βρουν καμιά ζυγιά ταβούλια, να κάτσουν σε καμιά ταβέρνα να κουτσοπιούν, να γλεντήσουν και να τα σπάσουν. Δεν ήταν λίγοι και κείνοι που πήγαιναν και μπλέκανε με παρέες και όργανα και γλένταγαν ως τα χαράματα, ξοδεύοντας όλες τις οικονομίες τους και άφηναν έτσι τα παιδιά τους ξυπόλυτα.

Την έκτη ημέρα το πανηγύρι άρχιζε να διαλύεται και οι έμποροι άρχιζαν να φεύγουν για άλλα πανηγύρια και ιδιαίτερα για το πανηγύρι της Στρέζοβας.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο “Λαογραφικές Σελίδες” του Νώντα Περ. Σακελλαρόπουλου.

πίσω