Social Activism Αθηνών – Newsletter 13ου Τεύχους

Δημοσιεύτηκε Τετάρτη, 19 Δεκεμβρίου 2012 21:51

 

Η Τοπική Αυτοδιοίκηση και οι μη κερδοσκοπικές Οργανώσεις σε νέα δημιουργικά και συνεργατικά μονοπάτια

Συνέντευξη του Βασίλη Τακτικού

στη Νατάσα Στάμου, Δημοσιογράφο

Η ανάγκη σύναψης ενός κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ Τοπικής Αυτοδιοίκησης και οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών τίθεται στην ημερήσια διάταξη. Σε μεγάλα ιστορικά γεγονότα και κοινωνικές αλλαγές η ιδέα του «Κοινωνικού Συμβολαίου» επανέρχεται και γνωρίζει ευρεία επεξεργασία και διάδοση, για να δηλώσει την ανάγκη για νέες συναινέσεις και συμφωνίες προκειμένου να διασφαλιστεί η κοινωνική ειρήνη και συνοχή μέσα στην αστική κοινωνία.

Με δεδομένο ότι ένα νέο είδος «Κοινωνικού Συμβολαίου» προϋποθέτει πνευματικές ζυμώσεις, ιδεολογικές και πολιτικές συγκρούσεις, αλλαγή νοοτροπίας και στάσης ζωής, μπορεί η τρέχουσα κοινωνικοοικονομική συγκυρία να οδηγήσει στον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων, των ορίων και των συνεργασιών πολιτών και κράτους; Ποιοι και πώς οφείλουν να συμβάλλουν σε αυτή την αλλαγή; Μπορούν και πώς να συμβάλλουν στη διαδικασία αυτή οι φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και οι ενεργοί πολίτες δια των οργανώσεων στις οποίες μετέχουν;

Τις σκέψεις, τις προτάσεις και το όραμά του πάνω σε αυτό το θέμα καταθέτει σε μια νέα συζήτηση ο Διευθυντής της εφημερίδας «Social Activism Αθηνών» κ. Βασίλης Τακτικός.

Ν.Σ.: Σας ακούμε συχνά τελευταία κ. Τακτικέ, στα πλαίσια δράσης του Πανελλήνιου Παρατηρητηρίου να αναφέρεστε στον όρο του Κοινωνικού Συμβολαίου των Ο.Κ.Π. με την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Ποιο είναι το δικό σας όραμα για ένα νέο «Κοινωνικό Συμβόλαιο»;

Β.Τ.: Πράγματι, συχνά συναντούμε σε κείμενα δικά μου ή άλλων εκπροσώπων της Κοινωνίας των Πολιτών αναφορές που σχετίζονται με την ανάγκη «σύναψης» ενός νέου «Κοινωνικού Συμβολαίου». Με τον όρο αυτό δεν αναφερόμαστε απλά στη συμφιλίωση και την άρση του ανταγωνισμού μεταξύ κράτους και πολιτών, Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών. Αναφερόμαστε σε μια ουσιαστική συνεργασία μεταξύ τους, μια συνέργεια που απαιτούν οι συνθήκες και οι καιροί, ενώ την ανάγκη να εδραιωθεί πιστοποιούν και οι εμπειρίες άλλων χωρών.

Το όραμα που πρεσβεύουμε όσοι πράγματι έχουμε πιστέψει σε αυτό έχει τους κλασικούς άξονες: αντιμετώπιση της φτώχειας, των μεγάλων ανισοτήτων που χαρακτηρίζουν την κοινωνία μας, της ανεργίας ιδίως των νέων, της έλλειψης ευκαιριών, σε μια περίοδο που αφθονούν οι διαθέσιμοι υλικοί πόροι, οι τεχνολογικές δυνατότητες και οι ανθρώπινοι πόροι, από τη σκοπιά της εκπαίδευσης. Θέλω να πω ότι έχουμε τους περισσότερους πτυχιούχους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από οποιαδήποτε άλλη φάση της ιστορίας. Παρά την υψηλή εξειδίκευση και τους εκατοντάδες αποφοίτους πανεπιστημίων, στις μέρες μας σημειώνεται η μεγαλύτερη ανεργία που υπήρξε ποτέ.

Η διαφοροποίηση με τα ιδεολογικά μανιφέστα (διακηρύξεις) των κομμάτων σε άλλες εποχές είναι ότι η μείωση των ανισοτήτων και η δημιουργία νέων ευκαιριών για την κοινωνία δεν μπορεί να προέλθει από το κράτος και την ελεύθερη αγορά. Το νέο όραμα και οι προτάσεις απορρέουν από αυτό, απορρέουν από την οριζόντια οργάνωση και συνεργασία που μπορεί να επιτευχθεί στο πλαίσιο ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας.

Η κοινωνική οικονομία είναι μια θέσμιση οριζόντια, από τα κάτω, παράλληλα με τη συμμετοχική δημοκρατία, με τη συγκρότηση του κοινωνικού κεφαλαίου, μέσα από τους θεσμούς της αλληλεγγύης, μέσα από την ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας που βασίζεται στη συμμετοχικότητα της κοινότητας, στην ελεύθερη βούληση της κοινότητας και της ανοιχτής διαβούλευσης στο επίπεδο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, της οικοδόμησης σχέσεων εμπιστοσύνης, για την μείωση του κόστους των συναλλαγών, για την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών προς όφελος των πολλών και όχι των κερδοσκόπων. Πρόκειται για μια ανοιχτή διαδικασία συμμετοχικότητας στα κοινωφελή έργα. Για την προσπάθεια καθιέρωσης μιας ενότητας όχι μόνο στα λόγια ενός υποτιθέμενου εθνικού εργαλείου αλλά στην πράξη, στην παραγωγή και διανομή υλικών και πνευματικών αγαθών.

Ν.Σ.: Ποιοι είναι ή ποιοι μπορεί να είναι οι υποστηρικτές ενός τέτοιου οράματος; Ποιοι εκτιμάτε ότι μπορεί να έχουν αντιληφθεί το νόημά του;

Β.Τ.: Θα έλεγα ότι αυτό το όραμα, το εγχείρημα ενός νέου «Κοινωνικού Συμβολαίου» μπορούν να το στηρίξουν και να το τροφοδοτήσουν όλοι οι ενεργοί πολίτες και όλοι οι ακτιβιστές πολιτικοί που βρέθηκαν κυρίως σε δημοτικές ή περιφερειακές θέσεις. Φαίνεται για παράδειγμα, πως κάποιοι Δήμαρχοι όπως οι κύριοι Γ. Καμίνης και Γ. Μπουτάρης, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη αντίστοιχα, το έχουν αντιληφθεί και κινούνται παράλληλα προς αυτή την κατεύθυνση. Αναγνωρίζουν το ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν οι Οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών στην Κοινωνική Οικονομία.

Ο κ. Μπουτάρης εκδήλωσε αυτή την προσέγγιση και στην πρόσφατη Ελληνογερμανική Συνέλευση στη Θεσσαλονίκη, όπου όχι μόνο αποδέχτηκε αλλά και υποστήριξε τη συνεργασία που μπορεί να προκύψει, όπως άλλωστε συμβαίνει ήδη σε πολλές περιοχές της Γερμανίας.

Ο κ. Καμίνης, από την πλευρά του, έχει εκδηλώσει αυτή την προσέγγιση όχι μόνο από το επίπεδο συνεργασίας που έχει αναπτυχθεί στην Αθήνα, αλλά και από την κατεύθυνση που έχει δώσει στην Αναπτυξιακή Εταιρεία του Δήμου για διερεύνηση του πεδίου, ώστε να συναφθεί ένα κοινωνικό συμβόλαιο συνεργασίας του Δήμου με τις Οργανώσεις.

Προεκτείνοντας αυτή την άποψη θα λέγαμε ότι και οι δύο μεγάλες Περιφέρειες της χώρας, Αττικής και Κεντρικής Μακεδονίας, έχουν εκφράσει ανάλογες προσεγγίσεις.

Ν.Σ.: Πρακτικά, πώς υλοποιείται ένα τέτοιο όραμα; Πώς σχεδιάζεται και εφαρμόζεται ένα τέτοιο πλάνο; Ποιοι είναι οι όροι ενός τέτοιου «Κοινωνικού Συμβολαίου»;

Β.Τ.: Η ερώτησή σας με βοηθά να γίνω πιο συγκεκριμένος. Πρακτικά, ένα τέτοιο όραμα μπορεί να ξεκινήσει με την υπογραφή ενός Μνημονίου Συνεργασίας για την κοινωνική οικονομία σε τοπικό επίπεδο μεταξύ κάθε Δήμου και Οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών της περιοχής. Ως στόχοι του Μνημονίου Συνεργασίας μπορούν να τεθούν η δημιουργία κοινωνικών επιχειρήσεων με συνεταιριστική ή κερδοσκοπική μορφή και βέβαια η δημιουργία ενός κέντρου παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών σε κάθε επίπεδο επιχειρηματικής, κοινωνικής και εθελοντικής δραστηριότητας, ενός «Κέντρου εξυπηρέτησης της κοινωνικής, αλληλέγγυας οικονομίας», όπου θα παρέχεται συμβουλευτική για την δια βίου μάθηση στις καλές πρακτικές και για την αντιμετώπιση της ανεργίας, με έμφαση και σε συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες (π.χ. μετανάστες, νέοι, γυναίκες). Σε πανελλαδικό επίπεδο χρειάζεται δε, η δημιουργία μιας ενδιάμεσης διαχειριστικής αρχής για την κοινωνική οικονομία με στόχο τη διαχείριση μέρους των Προγραμμάτων του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου από την ενότητα των ίδιων των δικαιούχων. Με άλλα λόγια, οι δικαιούχοι σχηματίζουν μιαν Ένωση αυτοδιαχειριστικού χαρακτήρα και αυτοί διαχειρίζονται τα προγράμματα. Η ίδρυση και λειτουργία μιας τέτοιας αρχή αποσκοπεί στην καθιέρωση μια κοινωνικής οικονομίας που δεν εκφυλίζεται από τον γραφειοκρατικό εναγκαλισμό του κράτους. Όπως πολλές φορές έχει επισημανθεί από την εφημερίδα «Social Activism Αθηνών», αλλά και παλαιότερα δικά μου κείμενα, εργαλείο και όχημα για όλα τα παραπάνω είναι ο σχηματισμός Κοινωνικών Αναπτυξιακών Συμπράξεων.

Ν.Σ.: Θα μπορούσατε να μας αναφέρετε ορισμένα απλά, απτά παραδείγματα εφαρμογής των πρακτικών της κοινωνικής οικονομίας, στο πλαίσιο βέβαια αυτού του σχήματος συνεργασίας που μόλις περιγράψατε;

Β.Τ.: Τα παραδείγματα μπορούν να είναι άφθονα και ποικίλα ανάλογα με τον τόπο και το πλαίσιο εφαρμογής τους. Άλλωστε, υπάρχουν πλείστες καλές πρακτικές που βρήκαν απήχηση σε χώρες του εξωτερικού και μπορούν με κάποιες τροποποιήσεις και προσαρμογές να εφαρμοστούν και στα ελληνικά αστικά κέντρα ή την περιφέρεια. Ενδεικτικά και μόνο θα αναφέρω τη δημιουργία κοινωνικών αγροκτημάτων, στα οποία μπορούν να παράγονται στοχευμένες ποσότητες αγαθών, τροφίμων που θα καλύπτουν τις ανάγκες σε κοινωνικά παντοπωλεία, πρατήρια, κοινωνικού ξενώνες, οίκους αλληλεγγύης κ.λπ. Επίσης, θα σταθώ και στη δημιουργία κοινωνικών συνεταιρισμών, συνεργείων κ.λπ. σε κάθε επίπεδο εργασιών που χρειάζεται η Τοπική Αυτοδιοίκηση ώστε να αναλαμβάνουν εργολαβικά εργασίες των φορέων της ή της τοπικής αγοράς με κοινωνικά ελεγχόμενο κόστος και ωφελιμότητα (π.χ. συντήρηση και ενίσχυση πρασίνου, καθαρισμός ακτών, δημοσίων κτηρίων κ.λπ., δασοπροστασία και πυρόσβεση).

Ν.Σ.: Αναφερθήκατε στην καθιέρωση μιας άλλης διαδικασίας για τη λήψη αποφάσεων, τουλάχιστον σε τοπικό επίπεδο. Το όραμά σας για ένα νέο «Κοινωνικό Συμβόλαιο» περιλαμβάνει ως «εταίρους» την Τοπική Αυτοδιοίκηση και τις Οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών. Υπογραμμίσατε μάλιστα, την «οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ τους». Έχοντας κατά νου ότι τα τελευταία χρόνια καλλιεργείται με ευθύνη και των δύο πλευρών ένα «κλίμα καχυποψίας» από τους μεν για τους δεν, πόσο εφικτό θα λέγατε ότι είναι σήμερα να περάσουμε σε ένα συνεργατικό μοντέλο λήψης και υλοποίησης αποφάσεων; Υπάρχει τελικά ελεύθερο πεδίο για την εφαρμογή ενός τέτοιου οράματος;

Β.Τ.: Οι συνθήκες δεν ωριμάζουν ποτέ με έναν ιδανικό τρόπο εγκεφαλικά και θεωρητικά. Οι ανάγκες είναι εκείνες που έρχονται να επιταχύνουν και ενδεχομένως να επιβάλλουν την κινητοποίηση και την εφαρμογή. Ποτέ οι πληθυσμοί δεν ωριμάζουν σε ένα όραμα την ίδια στιγμή. Εκτός του γεγονότος ότι απαιτείται συνεχής τροφοδότηση ενός οράματος, απαιτούνται συγκεκριμένες πρακτικές που φέρνουν χειροπιαστά αποτελέσματα. Οι επιμέρους εφαρμογές της κοινωνικής οικονομίας είναι ήδη ένα πραγματιστικό φαινόμενο. Τα επιμέρους επιτεύγματα και οι λύσεις που προσφέρουν στο κοινωνικό πρόβλημα μπορούν να φωτίσουν ολοένα και μεγαλύτερες περιοχές. Χρειαζόμαστε λοιπόν, λαμπρά παραδείγματα και ταυτόχρονα μια ενότητα, μια σύνδεση και δικτύωση όλων αυτών των παραδειγμάτων προς μια ενιαία συλλογιστική καλών πρακτικών που θα βρουν μιμητές προς όλες τις κατευθύνσεις. Χρειαζόμαστε με άλλα λόγια, μια άλλη ενότητα όπου ο λόγος και η πράξη συμπίπτουν και πραγματώνονται στην κοινωνική βάση. Κι αυτό είναι το ισχυρό πλεονέκτημα της κοινωνικής οικονομίας. Ένα συγκριτικό πλεονέκτημα που αναδεικνύεται ήδη σε όλες τις προηγμένες κοινωνικά και οικονομικά χώρες. Για μας τους Έλληνες υπάρχει ένας ορατός στόχος: να φτάσουμε από το 2% που έχουμε στην εφαρμογή των αρχών και πρακτικών της κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα στο 10% που είναι ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ν.Σ.: Σε άρθρα σας κατά καιρούς εστιάζετε στην ανάγκη να καταστεί ο πολίτης ουσιαστικός συμμέτοχος και μοιραία συνυπεύθυνος για την χάραξη της πορείας αν όχι της χώρας του, τουλάχιστον της περιοχής του. Μόλις πριν λίγο, κάνατε λόγο για τη σύνδεση των θεσμών συμμετοχικότητας και των πρακτικών της κοινωνικής οικονομίας. Αναρωτιέμαι αν αυτή η προσέγγιση μπορεί να υπονοεί και να προτείνει μια «αναγέννηση της δημοκρατίας» ή συνιστά ένα θεωρητικό και κατά άλλους ουτοπικό σχήμα, δύσκολο στην εφαρμογή του.

Β.Τ.: Αυτό που μπορώ να πω με βεβαιότητα σήμερα είναι ότι έχουμε μπροστά μας πλέον μια κοσμοϊστορική πρόκληση: ο πολίτης σχεδόν «εκβιάζεται» (είτε θέλει να το παραδεχτεί είτε όχι) – αν μου επιτρέπεται αυτή η διατύπωση – να απαντήσει θετικά ή αρνητικά απέναντι στις καλές πρακτικές που έχει ενώπιόν του και αν αποδέχεται ή όχι το τέλμα μέσα στο οποίο βουλιάζουν σήμερα οι χώρες.

Επειδή, απ’ ό,τι γνωρίζουμε τόσο από τις θεωρητικές επιστήμες όσο και από τη βιολογία, ο άνθρωπος στις δύσκολες συνθήκες κάνει συνήθως άλματα στην ιστορία ή ολόκληρες κοινωνίες εξαφανίζονται. Σήμερα, η ανθρωπότητα κινδυνεύει να μπει σε περιπέτειες, πολέμους, καταστροφές κ.λπ. από τη φτώχεια, την ανεργία, την εξαθλίωση, τον ανορθολογισμό της (ειδικά της οικονομικής) διαχείρισης και ταυτόχρονα κατέχει τα πιο προηγμένα τεχνολογικά εργαλεία στην ιστορία της και την αντίστοιχη τεχνογνωσία για να παράγει αγαθά και υπηρεσίες προς εξυπηρέτηση όλων των κατοίκων του πλανήτη.

Μπροστά σε αυτά τα διλήμματα έχει να επιλέξει λοιπόν, μεταξύ των καλών πρακτικών της κοινωνικής οικονομίας και του κοινωνικού αποκλεισμού από την μία, και της ανομίας και ετερονομίας, των λαφυραγωγών του κράτους και των καιροσκόπων από την άλλη. Η επιλογή και η ευθύνη είναι των πολιτών. Είναι καθενός πολίτη ξεχωριστά. Κάθε συνειδητός πολίτης δεν έχει παρά να θυμίζει στον εαυτό του και τους γύρω του αυτές τις δύο εναλλακτικές. Οφείλει να ξέρει όμως που οδηγεί καθένα από αυτά τα δύο μονοπάτια. Οφείλει να ξέρει που είναι η «αρετή» και που η «κακία».

Τοπική Αυτοδιοίκηση. Το γόνιμο έδαφος καλλιέργειας της Συμμετοχικής Δημοκρατίας σήμερα.

Δημοσιεύτηκε Τετάρτη, 19 Δεκεμβρίου 2012 14:56

inShare

Συνέντευξη Βασίλη Τακτικού στην Αναστασία Πρίφτη

Κύριε Τακτικέ είστε συντονιστής του Πανελλήνιου Παρατηρητηρίου των Οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών και συχνά αναφέρεστε στα κείμενά σας στη συμμετοχική δημοκρατία, στην κοινωνική οικονομία και όλα αυτά σε σχέση με την τοπική αυτοδιοίκηση και την ενεργό συμμετοχή των πολιτών στη δημόσια διαβούλευση και την κοινοτική οικονομία. Κατά πόσο αυτή η έκκληση ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα της τοπικής αυτοδιοίκησης;

Είναι αλήθεια ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία που έχουμε σήμερα στην τοπική αυτοδιοίκηση είναι σε κρίση, μολονότι νομικά οι θεσμοί της διαβούλευσης και ειδικά μέσα από το σχέδιο Καλλικράτης έχουν κατοχυρωθεί, αλλά τελικά δεν αποδίδουν στην πράξη. Στην ουσία η αντιπροσωπευτική δημοκρατία στην τοπική αυτοδιοίκηση ποτέ δεν έγινε ουσιαστικότερη στη χώρα μας, σε σχέση με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία που έχουμε στο κοινοβούλιο, σε αντίθεση με το μέσο όρο της συμμετοχικής δημοκρατίας στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης που υπάρχει στις προηγμένες ευρωπαικές χώρες. Μία από τις αιτίες είναι (και είναι ευρύτερα γνωστό) το γεγονός ότι η ελληνική τοπική αυτοδιοίκηση είναι πρωταθλητής στη διαφθορά, που σημαίνει ότι το χρήμα, η συναλλαγή και οι πελατειακές σχέσεις λειτουργούν σε οξύτερο βαθμό σε σχέση με το όλο πολιτικό σύστημα της κατά ευφημισμό αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στη χώρα μας.

Επομένως, ο σφετερισμός της εκπροσώπησης είναι εξίσου έκδηλος και στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης, εκεί που ουσιαστικά θα έπρεπε να βασίζεται η αυθεντική συμμετοχική δημοκρατία.

Δηλαδή, επί της ουσίας θέλετε να πείτε ότι έχουμε έλλειμμα δημοκρατίας και στην τοπική αυτοδιοίκηση;

Προφανώς και αυτό δεν είναι κάτι καινούριο. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία πάσχει από την ίδια της τη δομή και είναι επιρρεπής στο σφετερισμό της εκπροσώπησης που εκδηλώνεται, όπως είπαμε προηγουμένως, από τις πελατειακές σχέσεις και την έμμεση «εξαγορά» της ψήφου με ατομιστικά ανταλλάγματα.

Το άλλο πρόβλημα είναι ότι οι εμπλεκόμενοι αιρετοί στην τοπική αυτοδιοίκηση μιμούνται και είναι πιστά αντίγραφα της κρατικής πολιτικής και εν πολλοίς εξαρτώνται από την εύνοια της γενικής κυβέρνησης και των σχέσεων με το κράτος και όχι με τους ίδιους τους πολίτες. Δηλαδή, η δημοτική πολιτική ετεροπροσδιορίζεται από τη γενικότερη πολιτική και δεν αυτοπροσδιορίζεται από τη συμμετοχή των ίδιων της των πολιτών. Και αυτό βέβαια, οφείλεται στη γενικότερη απάθεια και συνευθύνη των δημοτών. Με αυτή την έννοια το πρόβλημα βρίσκεται στην έλλειψη οράματος των πολιτών για την πόλη και στο συμβιβασμό ότι αρκεί να ψηφίζει κανείς κάθε τέσσερα χρόνια κάποιους εκλεκτούς αιρετούς που θα φροντίσουν για λογαριασμό τους. Αυτό όμως, δεν είναι δημοκρατία, τουλάχιστον κατά την αρχαία ελληνική έννοια όπου στη δημοκρατία ο λαός και ο πολίτης άρχει και όχι οι εκπρόσωποί του. Οι εκπρόσωποι στην καλύτερη περίπτωση είναι εντεταλμένοι να κάνουν συγκεκριμένες εντολές και είναι άμεσα ανακλητοί.

Στη δημοκρατία ο πολίτης ως έννοια δεν είναι απλά το κάτοικος μίας πόλης ή ο υπήκοος μιας αυτοκρατορίας, ο πολίτης στην αρχαία Αθήνα είναι αυτός που συμμετέχει στα κοινά και μόνο ως τέτοιος εννοείται ως πολίτης. Πολιτεία επίσης, δεν είναι τα γεωγραφικά όρια μίας πόλης ή ενός κράτους αλλά η θεσμική λειτουργία της πόλης, οι νόμοι και η πολιτική της λειτουργία, όπου ο πολίτης έχει πρωταγωνιστικό ρόλο.

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, πως οι ανάγκες της πόλης σήμερα μπορούν να εξυπηρετηθούν καλύτερα εάν προσεγγίσουμε το αρχαιοελληνικό δημοκρατικό πρότυπο και πόσο ρεαλιστικό είναι αυτό;

Καταρχήν η κρίση η οικονομική, η κοινωνική που διανύουμε σήμερα θέτει επί τάπητος θέματα αμφισβήτησης και επαναπροσδιορισμού της ίδιας της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας εξαιτίας και της διαφθοράς που την περιπλέκει. Οι ανάγκες έχουν ήδη τεθεί, για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, της φτώχειας και της διόγκωσης των ανισοτήτων. Η δημοκρατία δεν μπορεί να συμβαδίζει και να υφίσταται ανάμεσα σε τεράστιες ανισότητες και κοινωνικούς αποκλεισμούς, γιατί κατά αυτό τον τρόπο αυτοαναιρείται.

Οι θεσμοί αλληλεγγύης και το συλλογικό πρόταγμα που τίθεται αναγκαστικά στην πολιτική ατζέντα υπαγορεύει την ανάγκη για τη συμμετοχική δημοκρατία. Η συμμετοχική δημοκρατία είναι κάτι ανάμεσα στην αντιπροσωπευτική και άμεση δημοκρατία. Επομένως, είμαστε αναγκασμένοι να ξαναδούμε την αρχαιοελληνική παράδοση της δημοκρατίας, όχι για να την εφαρμόσουμε ίδια και απαράλλακτη στο σήμερα, αλλά να την αξιοποιήσουμε ως «σπέρμα ιδεών» και διαδικασιών όπως λέει ο Κορνήλιος Καστοριάδης.

Με αυτή την έννοια η συμμετοχική δημοκρατία είναι ρεαλιστική για να εφαρμοστεί στις μέρες μας, βοηθούμενη και από την ανάπτυξη της οριζόντιας επικοινωνίας των πολιτών μέσω του διαδικτύου. Άρα, μπορούμε να μιλήσουμε για την παράδοση της αρχαιοελληνικής αθηναϊκής δημοκρατίας και να προσαρμόσουμε καλές πρακτικές αυτής στις μέρες μας, όπως μπορούμε και να μιλήσουμε και για τις καλές πρακτικές της συμμετοχικής δημοκρατίας που αναπτύσσονται ήδη στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Θεωρείτε ότι οι Έλληνες έχουμε κάποιο προνόμιο σε σχέση με αυτή την παράδοση για να την αφομοιώσουμε καλύτερα;

Θα έλεγα όχι και τόσο. Γιατί υπάρχει ένα τεράστιο χρονικό χάσμα μεταξύ αυτής της αρχαιοελληνικής παράδοσης και της εμβρυακής κοινωνίας πολιτών που έχουμε σήμερα στην Ελλάδα. Τα πιο άμεσα καλά παραδείγματα συμμετοχικής δημοκρατίας που μπορούμε να πάρουμε είναι από τις προηγμένες κοινωνίες της Ευρώπης, κεντροευρωπαϊκές και σκανδιναβικές χώρες, όπου η κοινωνία πολιτών πραγματικά συμμετέχει και προσδιορίζει καθοριστικά την πολιτική στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Η αρχαιοελληνική παράδοση της δημοκρατίας είναι ασφαλώς μία πηγή έμπνευσης που ισχυροποιείται από τις καλές πρακτικές των οργανώσεων κοινωνίας πολιτών, που θέτουν όμως οικουμενικά ζητήματα και συνολικά ζητήματα της πόλης. Γιατί υπάρχουν και ΜΚΟ που ασχολούνται με επιμέρους ζητήματα, που ουδόλως τις απασχολεί η λειτουργία της πόλης όπως φιλανθρωπικές οργανώσεις που με τη λειτουργία τους διαιωνίζουν τις ανισότητες και λειτουργούν προσχηματικά ως φορείς αλληλεγγύης. Οργανώσεις που προωθούν την αυτάρεσκη φιλανθρωπία, όπου ο πλήρης βοηθά τον ελλιπή και ο ανώτερος τον κατώτερο, με τρόπο τέτοιο που διαιωνίζονται οι ανισότητες. Αντιθέτως, η συμμετοχική δημοκρατία αναπτύσσεται και προϋποθέτει όταν η δράση των οργανώσεων κοινωνίας πολιτών συνδυάζεται με την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας, που ως σκοπό της έχει τη διαρκή μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων και την άρση του κοινωνικού αποκλεισμού.

Δηλαδή, βλέπετε μία άμεση αλληλεξάρτηση οργανώσεων κοινωνίας πολιτών και συμμετοχικής δημοκρατίας;

Αυτή η αλληλοσυσχέτιση είναι προφανής σύμφωνα με τα παραπάνω. Η συμμετοχική δημοκρατία χρειάζεται απαραιτήτως ένα ενεργό υποκείμενο πολιτών, που παρεμβαίνει και αποφασίζει για την κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της πόλης και αυτό το υποκείμενο δεν μπορεί να εξασφαλιστεί διαφορετικά χωρίς την παρουσία και καθοριστική συμβολή σήμερα των οργανώσεων κοινωνίας πολιτών.

Η κοινωνική οικονομία με τη σειρά της δεν μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς τις κοινωνικές συμπράξεις της τοπικής αυτοδιοίκησης με τις οργανώσεων κοινωνίας πολιτών. Η τοπική διαβούλευση, οι λαϊκές συνελεύσεις και τα τοπικά συνέδρια δεν μπορούν να έχουν ουσιαστικό περιεχόμενο χωρίς τις θεματικές και τις τοποθετήσεις ζωντανών συλλογικών οργανισμών.

Εσείς με αυτά που μας λέτε εκφράζετε την αισιόδοξη άποψη για το ρόλο των οργανώσεων κοινωνίας πολιτών. Ο ίδιος, όμως, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο θεωρητικός της αυτονομίας και της άμεσης δημοκρατίας, μας έλεγε πριν 20 χρόνια ότι οι κοινωνίες μας βουλιάζουν στην απάθεια, στην αποπολιτικοποίηση, την κυριαρχία των ΜΜΕ και την κυριαρχία των τηλεοπτικών πολιτικάντηδων. Βλέπετε να έχει αλλάξει κάτι σε σχέση με όλα αυτά;

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης όταν έλεγε όλα αυτά ήταν λίγο μετά την κατάρρευση του σοβιετικού μοντέλου και την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού, την αποθέωση της καταναλωτικής κοινωνίας και την ψευδαίσθηση της γενικής αφθονίας που επικρατούσε στη Δύση. Αυτά τα φαινόμενα προφανώς, τα οποία είχε εντοπίσει, ενίσχυαν την γενικότερη παθητικοποίηση των πολιτών.

Νομίζω ότι σε αυτές τις συνθήκες έχει επέλθει μία ραγδαία μεταβολή. Οι τραπεζικές φούσκες έσπασαν, ολόκληρα κράτη όπως και η Ελλάδα αντιμετωπίζουν το φάσμα της χρεοκοπίας και η αφθονία περιορίζεται στους λίγους, η δε μεσαία τάξη έχει καθηλωθεί και η ανεργία έχει διογκωθεί σε δυσθεώρητα ύψη, ακρωτηριάζοντας ιδιαίτερα τους νέους. Σήμερα, οι ιδέες του Κορνήλιου Καστοριάδη μπορούν να βρουν πολύ μεγαλύτερη απήχηση ακριβώς για τους λόγους που αυτό το καταναλωτικό, φαντασιακό της αφθονίας καταρρέει. Εδώ, ενδεχομένως βρίσκεται και η ευθύνη των πολιτών να στοχαστούν πάνω στη νέα πραγματικότητα, γιατί όπως λέει ο Κορνήλιος Καστοριάδης η δημοκρατία είναι το καθεστώς της πολιτικής ανακλαστικής στοχαστικότητας.

Μα νομίζω ότι ο Κορνήλιος Καστοριάδης είναι σχετικά απαισιόδοξος, διότι δεν πιστεύει ότι μόνο οι ανάγκες προκαλούν την ανακλαστική στοχαστικότητα στη δημοκρατία, αλλά κυρίως το φαντασιακό της θεσμίζουσας πραγματικότητας. Εξάλλου από ότι γνωρίζουμε είναι ο θεωρητικός της φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας.

Πράγματι, ο Κορνήλιος Καστοριάδης δεν πιστεύει στη νομοτελειακή εξέλιξη της ιστορίας, δεν πιστεύει στους σιδερένιους νόμους της ιστορίας και σε αυτό το σημείο είναι και η ρήξη του με τον Μαρξ και τον μαρξισμό. Για παράδειγμα, ο Μαρξ πιστεύει στην πάλη των τάξεων που κινεί τα νήματα της ιστορίας και στο διαλεκτικό υλισμό μιας διαρκούς εξελικτικής πορείας. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης απομυθοποιεί αυτή τη διαδικασία, που μοιάζει με μία ιδεαλιστική αφαίρεση με τη μεσιανική αντίληψη που ο Μεσσίας εδώ είναι το προλεταριάτο και οι εργαζόμενοι είναι αυτοί που θα φέρουν τη σοσιαλιστική κοινωνία.

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης δεν πιστεύει στην επιστήμη της ιστορίας και της πολιτικής, αντίθετα μας λέει ότι το κοινωνικό φαντασιακό είναι η πηγή των θεσμών που ρυθμίζουν και οργανώνουν τη ζωή των ανθρώπων. Αυτό δημιουργεί κάτι πολύ σημαντικό: τις φαντασιακές κοινωνικές σημασίες. Αυτό που πιστεύεις και που πιστεύει μία κοινωνία γίνεται δράση και αντανακλάται στην πραγματικότητα. Το σωστό αντανακλάται, αν πιστεύεις κάτι σωστό αντανακλάται στις συλλογικές δημιουργίες και αν πιστεύεις κάτι λάθος αντανακλάται επίσης στις κοινωνικές θυριωδίες. Συλλογική δημιουργία σε σχέση με το κοινωνικό φαντασιακό είναι για παράδειγμα η κατασκευή ενός Παρθενώνα και κοινωνικό φανταστιακό επίσης είναι η εφαρμογή μίας πολιτικής που καταλήγει σε θυριωδίες όπως το Άουσβιτς.

Σε σχέση με τη σύγχρονη πόλη λοιπόν, από τα πιστεύω μας και από το φαντασιακό μας εξαρτάται εάν η πόλις προάγει τη συλλογική δημιουργία ή τη λατρεία της κατανάλωσης και του ατομικισμού, που οδηγεί στη λεηλασία του δημοσίου συμφέροντος και του μέλλοντος μιας πόλης και στους κοινωνικούς αποκλεισμούς. Ασφαλώς οι πραγματικές ανάγκες σε κάθε περίπτωση μας καθορίζουν, αλλά πάντοτε σε σχέση και με το φαντασιακό στη λειτουργία της πόλης γιατί η ανάγκη μπορεί να ωθήσει κάποιον να ληστέψει το διπλανό του, το συμπολίτη του, να κλέψει το κράτος. Την ανάγκη μπορεί να επικαλεστεί κάποιος για να κάνει όλο αυτά, να δημιουργήσει συμμορίες. Η ανάγκη μπορεί επίσης να τον ωθήσει να συνεργαστεί, να συνεταιρισθεί και να ενδιαφερθεί από κοινού για το συμφέρον της πόλης. Την ανάγκη επικαλούνται σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο εκείνοι που οργανώνονται σε φασιστικές οργανώσεις. Τις κοινωνικές ανάγκες επικαλούνται και τα κόμματα της αριστεράς για δύο εκ διαμέτρου αντίθετες πολιτικές. Το φαινόμενο αυτό επομένως, δεν μπορεί να εξηγηθεί επαρκώς με την πάλη των τάξεων. Μπορεί να εξηγηθεί όμως με το κοινωνικό φαντασιακό, με τη θεωρητική τομή του κοινωνικού φαντασιακού που εισήγαγε στη θεωρητική σκέψη ο Κορνήλιος Καστοριάδης.

Που ακριβώς όμως, βρίσκεται η καινοτομία της σκέψης του Κορνήλιου Καστοριάδη σε σχέση με τη δημοκρατία και το παράδειγμα της αρχαίας ελληνικής πόλης, καινοτομία την οποία θα μπορούσαμε να λάβουμε υπόψη μας σήμερα;

Αυτό που μας λέει τελικά ο Κορνήλιος Καστοριάδης στα βιβλία του «Αρχαία ελληνική δημοκρατία», «Χώροι του ανθρώπου» και «Διάλογοι» είναι πως η πολιτική δεν είναι επιστήμη, καθώς επιστήμη δεν είναι ούτε η ιδεολογία, ούτε η οικολογία, ούτε κάποιος άλλος θεσμός. Η πολιτική δεν είναι υπόθεση μόνο των ειδικών, των τεχνοκρατών και των γραφειοκρατών. Στην πολιτική και στη δημοκρατία έχουν άποψη, δόξα και αποφασίζουν όλοι.

Οι ειδικοί τεχνικοί, καλλιτέχνες και επιστήμονες χρειάζονται για να υλοποιούν πολιτικές αποφάσεις οι οποίες λαμβάνονται συλλογικά. Προφανώς, την κατασκευή του Παρθενώνα την ανέλαβαν ειδικοί και εξεχουσες προσωπικότητες με επικεφαλείς τον Ικτίνο και τον Καλλικράτη, αλλά την απόφαση για να κατασκευαστεί η Ακρόπολη την έλαβε η Εκκλησία του Δήμου, με εισήγηση βέβαια κάποιας εξέχουσας πολιτικής προσωπικότητας όπως ήταν ο Περικλής. Αλλά θα ήταν αδιανόητο να υπάρξουν τέτοιες αποφάσεις χωρίς την αθηναϊκή δημοκρατία και την Εκκλησία του Δήμου, όπως θα ήταν αδιανόητο να υπάρξουν απλοί πολίτες φιλόσοφοι όπως ο Σωκράτης, χωρίς τους θεσμούς της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας. Γι΄ αυτό ο Κορνήλιος Καστοριάδης επισημαίνει τη σημασία της στοχαστικότητας και της φιλοσοφίας στη δημοκρατία.

Η στοχαστικότητα και η φιλοσοφία των πολιτών είναι απαραίτητη προϋπόθεση στην αυθεντική και συμμετοχική δημοκρατία, όπως απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο διάλογος που αποτυπώνεται καλλιτεχνικά στον πολιτισμό και στην αρχαία ελληνική τραγωδία. Το θέατρο, αυτή η μορφή τέχνης είναι το σχολείο για τους πολίτες. Η πόλις είναι το σχολείο, θα διατυπώσει αργότερα ο Πλάτωνας. Οι τοίχοι γράφουν την ιστορία της πόλης και οι πολίτες μετέχουν στη συλλογική δημιουργία και γράφουν μαζί την ιστορία. Αυτή είναι κοντολογίς η έννοια και τα συστατικά στοιχεία της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας και ως τέτοια μπορεί να γίνει πηγή έμπνευσης και στην εποχή μας.

Εκτός από όλα τα παραπάνω που μας είπατε βασικό στοιχείο της θεωρίας του Κορνήλιου Καστοριάδη είναι η θεωρία της αυτονομίας και προϋπόθεση για την ύπαρξη της δημοκρατίας είναι να υπάρχουν και πολίτες που σκέφτονται αυτόνομα.

Πραγματικά, είναι σοβαρή παράλειψη όταν μιλά κανείς για το έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη και τη δημοκρατία να μην αναφέρεται στο πρόταγμα της αυτονομίας και στην έννοια της ετερονομίας στη θέσμιση της κοινωνίας. Σε γενικές γραμμές προϋπόθεση για τη λειτουργία της δημοκρατίας είναι οι πολίτες να σκέφτονται και να λειτουργούν αυτόνομα. Να γνωρίζουν ότι οι ίδιοι είναι η πηγή, αυτοί που δημιουργούν και αποφασίζουν τους νόμους. Οι πολίτες είναι δημιουργοί της ιστορίας τους.

Ετερονομία είναι όταν λησμονούν ότι οι ίδιες οι κοινωνίες δημιουργούν τους νόμους και πιστεύουν ότι έρχονται από κάπου απέξω, από το θεό, το Μωυσή από τους σοφούς προγόνους, από την παράδοση. Και κατά αυτό τον τρόπο δεν τους αμφισβητούν και δεν προτάσουν καινούριους ή εμποδίζουν θεσμικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Με αυτή την έννοια η ετερονομία ταυτίζεται με τον συντηρητισμό την προγονοπληξία και τα κατεστημένα συμφέροντα που διογκώνουν τις ανισότητες.

Η αυτονομία είναι να καταλάβει η κοινωνία ότι μπορεί να αυτοθεσμίζεται να κάνει μεταρρυθμίσεις και να δημιουργεί η ίδια καινούριους νόμους, που μπορούν να αναιρούν ή και να συμπληρώνουν τους παλιούς χωρίς αυτό να θεωρείται βέβηλη πράξη.

Θα μπορούσατε να ισχυριστείτε ότι η αυτονομία ταυτίζεται με τα κινήματα της Κοινωνίας των Πολιτών;

Τα κινήματα πολιτών σήμερα όπως το οικολογικό κίνημα, το καταναλωτικό κίνημα και οι ανθρωπιστικές οργανώσεις θα μπορούσαν εν πολλοίς να είναι αυτόνομα κινήματα, αυτό σε άλλες περιπτώσεις συμβαίνει και σε άλλες όχι. Πολλές φορές πίσω από αυτά τα κινήματα βρίσκονται και κάποια οργανωμένα λόμπι και συντεχνιακά συμφέροντα επομένως δεν έχουμε σε όλες τις περιπτώσεις αυτόνομα κινήματα. Υπάρχουν όμως και συνεχώς δημιουργούνται νέα δίκτυα και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που πραγματικά λειτουργούν αυτόνομα. Το πρόβλημα είναι ότι συνήθως όλα αυτά λειτουργούν πολυκατακερματισμένα, όχι συντονισμένα στο επίπεδο της πόλης. Δεν μπαίνει στο επίκεντρο η πόλη, υπάρχουν πολλές μονοθεματικές οργανώσεις και ως εκ τούτου δεν μπορούν να συμβάλλουν καθοριστικά στην αυτόνομη πολιτική σκέψη και δράση στη λειτουργία της πόλης. Δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως πολιτική κοινωνία. Το ζητούμενο, όμως, εδώ είναι το πρόταγμα της πολιτικής αυτονομίας στην πόλη, ως προαπαιτούμενο της συλλογικής δημιουργίας και της ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας.

Να υποθέσουμε ότι όλα αυτά αντικατοπτρίζουν και τις προσδοκίες σας για το Πανελλήνιου Παρατηρητηρίου των Οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών;

Προφανώς. Η συμμετοχική δημοκρατία και η κοινωνική οικονομία είναι οι άξονες πάνω στους οποίους κινείται η δραστηριότητα το Πανελλήνιου Παρατηρητηρίου των Οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών. Με την επισήμανση ότι μας ενδιαφέρει ο συντονισμός, η συνεργασία και η συμμετοχική δημοκρατία στην τοπική αυτοδιοίκηση, η συγκρότηση κοινωνικού κεφαλαίου για την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας και η συμμετοχική οικολογία για όλους. Διότι, η οικολογική στάση ζωής σήμερα και η κοινωνική οικονομία μας θέτει μπροστά στη συλλογική ευθύνη. Η κοινωνία να πάρει τις τύχες της στα χέρια της.