* Του Βασίλη Τακτικού,

 

 Η θέσμιση νέων μορφών εθελοντικής δράσης στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης  απαιτεί πέρα από τη διάδοση της εθελοντικής κουλτούρας ένα νέο προσανατολισμό – το πέρασμα από τις παραδοσιακές μορφές εθελοντισμού – φιλανθρωπίας στο πεδίο της κοινωνικής οικονομίας με προγραμματισμό, στόχους, θεσμικές υποδομές και μετρήσιμα αποτελέσματα σε αυτό που λέγεται τρίτος τομέας της οικονομίας.

 Σε αυτή τη διαδικασία ο εθελοντισμός και η συμμετοχική δημοκρατία είναι σαν τις δύο παράλληλες ράγες του τρένου. Το « όχημα» που μπορεί  να είναι η κοινωνία των πολιτών πρέπει να πατάει και στις δυο γραμμές.

 Προαπαιτούμενα για την προώθηση του εθελοντισμού στην τοπική αυτοδιοίκηση είναι:

 

  • Η οριζόντια – αναδραστική επικοινωνία για τη διάδοση πληροφόρησης και γνώσης – παράλληλα με τη διάδοση της εθελοντικής κουλτούρας.
  • Διατυπωμένες θέσεις για την κοινωνική οικονομία, την οικολογία, τον πολιτισμό και την αυτοοργάνωση των πολιτών.
  • Δομές στήριξης και συμβουλευτικής των εθελοντικών οργανώσεων σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο.
  • Θεσμοθέτηση πόρων και κανόνων αξιολόγησης των εθελοντικών οργανώσεων.

Το ζήτημα της ημερίδας «Τοπική Αυτοδιοίκηση και εθελοντισμός» σε σχέση με το ζητούμενο της συμμετοχικής δημοκρατίας, είναι ένα θέμα με επίκαιρη σημασία, αλλά και μια ουσιαστική προσέγγιση για την προώθηση της εθελοντικής κουλτούρας στο κόμμα.

 Είναι η πρώτη φορά άλλωστε που επιχειρείται μια ανάλογη προσέγγιση στις εσωκομματικές διαδικασίες και αυτό δείχνει μια ουσιαστική αλλαγή προσανατολισμού στην πολιτική δράση και συμμετοχή.

Θα μπορούσε μάλιστα να θεωρηθεί μια απόπειρα μύησης στον κόμμα σ’ένα χώρο  που κυριαρχείται από την κουλτούρα του κρατισμού, της αντιπροσωπευτικής λογικής και την ιδιοτέλεια των πελατειακών σχέσεων.

Άρα ο προσανατολισμός αυτός είναι μια απόπειρα δύσκολη συνολικά παρά τη δεδομένη τη στήριξη του προέδρου του ΠΑΣΟΚ Γιώργου Παπανδρέου για τον εσωκομματικό μετασχηματισμό σε ένα ανοικτό κόμμα στην κοινωνία.

Θα πρέπει να δούμε ότι υπάρχουν  μεγάλες αντιστάσεις  και ασυμβατότητες στο κόμμα, στο κράτος και την τοπική αυτοδιοίκηση που δεν επιτρέπουν την  ανάπτυξη του εθελοντισμού και της συμμετοχικής δημοκρατίας παρά τις διακηρυγμένες προθέσεις. Οι ολιγαρχίες των μέσων επικοινωνίας, οι οικονομικές ολιγαρχίες και ο κρατισμός είναι το πλέγμα συγκεντρωτισμού που μπορεί να ξεπεραστεί μόνον με την οριζόντια αναδραστική επικοινωνία.

Είναι βέβαιο πως δεν αρκεί η αναγνώριση της σημασίας του εθελοντισμού. Δεν αρκεί μια εγκύκλιος για να ενεργοποιηθεί ο εθελοντισμός και να δράσει αποτελεσματικά πέραν από τις παραδοσιακές μορφές ο εθελοντισμός σε σχέση με την τοπική Αυτοδιοίκηση.

Αυτό που συναντάμε σήμερα είναι  το γεγονός ότι τα κόμματα και το κράτος αναγκάζονται από την πλευρά τους  να αναγνωρίσουν την πραγματικότητα της ανόδου των Μ.Κ.Ο, καθώς υπάρχει μια αντανακλαστικότητα της δυναμικής του στο πολιτικό σύστημα.

Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι μόνον η αναγνώριση του φαινόμενου αλλά τι θέλουν να κάνουν με τον εθελοντισμό τα κόμματα να ενσωματώσουν και να κεφαλαιοποιήσουν αυτό που ούτως ή άλλως υπάρχει ή να προωθήσουν διαδικασίες ανάπτυξης του εθελοντισμού με πολιτική προστιθέμενη αξία μέσα από την κοινωνική προσφορά και στη συλλογική δημιουργία.

Η ανάπτυξη του εθελοντισμού ως βασικού συντελεστή αναβάθμισης της πολιτικής ποιότητας και ως βασικής προϋπόθεσης της συμμετοχικής Δημοκρατίας είναι μια εντελώς ξεχωριστή υπόθεση από τη διαχείριση του υπάρχοντος  στελεχιακού αποθεματικού.

ΤΟ ΔΙΛΛΗΜΜΑ

Έτσι για το ΠΑΣΟΚ τίθεται το ερώτημα: Θέλει τον εθελοντισμό ως παρακλάδι ή πεμπτουσία της πολιτικής ; Εάν πράγματι θέλει τον εθελοντισμό ως περιεχόμενο και ουσία της πολιτικής του τότε πρέπει να γίνει μια ολιστική προσέγγιση του

ζητήματος στο κόμμα και μάλιστα στη σύσταση της κυτταρικής του δομής στην οργάνωση με έμφαση και στους πόρους που διαθέτει ο επικοινωνιακός μηχανισμος του για αυτή την υπόθεση.

Σε ότι αφορά την Τοπική Αυτοδιοίκηση πρωταρχικός στόχος είναι η ενίσχυση πρωτοβουλιών στην οικολογία τον πολιτισμό, στους θεσμούς αλληλεγγύης.

Υποθέτουμε πως ο καθένας  φαντάζεται πως η συμμετοχική δημοκρατία είναι αδιανόητη χωρίς την ενίσχυση του εθελοντισμού, πέρα από τις παραδοσιακές μορφές του. Τι σημαίνει αυτό;

Σημαίνει ότι εάν μιλάμε  σοβαρά για συμμετοχική Δημοκρατία δε μπορούμε να φέρουμε σαν παράδειγμα τον εθελοντισμό των ολυμπιακών αγώνων-μια παροδική υποθεση κρατικής πατρωνίας- τον προσκοπισμό και τη φιλανθρωπία που από αιώνες τώρα επιδεικνύει η εκκλησία. όσο κι αν αυτές οι παραδοσιακές μορφές έχουν την αξία τους, πρέπει να το πούμε ρητά ότι είναι απολίτικες μορφές εθελοντισμού, κρατισμού και θρησκευτικής πίστης.

Έχοντας μια ιστορική ματιά θα δούμε ότι αυτού του είδους οι μορφές απολιτικού εθελοντισμού τις προπαγάνδιζαν ιστορικά παροδοσιακά οι συντηρητικοί της Αμερικής και της Αγγλίας, πριν ο Μπιλ Κλίντον και ο Τόνυ Μπλερ εντάξουν τον εθελοντισμό στην δεκαετία του 90 σε αυτή την πολιτική που την ονόμασαν «νέο κοινοτισμό» μαζί με νέες μορφές δράσεις για την οικολογία και τον πολιτισμό.

Η νέα αριστερά και η κεντροαριστερά όταν μιλάει για εθελοντισμό μιλάει με σαφήνεια για τον εθελοντισμό στην οικολογία, τον πολιτισμό, τους θεσμούς αλληλεγγύης για την αντιμετώπιση της φτώχειας, τη μείωση των ανισοτήτων. Μιλάει για τη συμμετοχική δημοκρατία.

Επομένως, γι’ αυτό το περιεχόμενο πρέπει να μιλήσουμε και εμείς χτίζοντας ένα όραμα και ιδεολογικό υπόβαθρο για την καθημερινή δράση.

Αυτή η μετριοπαθής κατ’άλλα προσαρμογή θέσεων δεν έχει γίνει ακόμη στο ΠΑΣΟΚ προφανώς γιατί δεν έχουν αντιμετωπιστεί ασυμβατότητες που προαναφέραμε.

 Η υπόθεση του εθελοντισμού μέσα στην κυριαρχία και την ιδεολογική ηγεμονία του κρατισμού και της αγοράς, δε μπορεί να αναπτυχθεί πέρα από ένα σημείο αυθόρμητα και νομοτελειακά, όπως πιστεύουν και ισχυρίζονται μερικοί «ειδικοί» σε θέματα Μ.Κ.Ο., γιατί η πολιτική τους έκφραση είναι αποδυναμωμένη μέσα από τον κατακερματισμό. Η ενίσχυση του ρόλου του εθελοντισμού έρχεται μέσα από τη συνεργασία αυτού του τεράστιου δυναμικού των Μ.Κ.Ο.

Από την άλλη πλευρά πρέπει να επισημάνουμε ότι τις Μ.Κ.Ο. διακρίνονται σε διαφορες  βασικές κατηγορίες.

  • Στις μη κερδοσκοπικές εταιρείες και συλλόγους με εθελοντές
  • Στις μη κερδοσκοπικές εταιρείες και συλλόγους με αμειβόμενα στελέχη
  • Στις μικτές που λειτουργούν με εθελοντές και αμειβόμενους
  • Στις Μ.Κ.Ο. που λειτουργούν σαν ανώνυμες εταιρείες λαικης βάσης.

Όλες αυτές μπορούν να προσφέρουν υπηρεσίες, αλλά δεν είναι σχετικές με τον εθελοντισμό. Υπάρχουν βέβαια και οι γεωγραφικές κατηγοριοποιήσεις στις Μ.Κ.Ο. και στις εθελοντικές οργανώσεις που κι αυτές οι διαφοροποιήσεις έχουν τη σημασία τους.

  • Είναι οι Μ.Κ.Ο. παγκόσμιας εμβέλειας
  • Είναι οι εθελοντικές οργανώσεις εθνικής εμβέλειας
  • Και οι εθελοντικές οργανώσεις τοπικής κλίμακας.

Σ’ αυτήν την ημερίδα αναφερόμαστε λοιπόν κυρίως στις Μ.Κ.Ο. και τις εθελοντικές οργανώσεις τοπικής εμβέλειας. Μας ενδιαφέρει λοιπόν να δοθούν τα μέσα και οι προϋποθέσεις στις μικρές τοπικές εθελοντικές οργανώσεις να δημιουργήσουν μια νέα δυναμική και αυτό μπορεί να γίνει μόνον με πανελλήνια δικτύωση και οριζόντια επικοινωνία των εθελοντικών οργανώσεων. Εδώ μπορεί ν’ αναπτυχθεί και αυθεντικός εθελοντισμος.

Ποιοι φοβούνται ή πρέπει να φοβούνται αυτή την προοπτική; Ασφαλώς, εκείνοι που θέλουν το συγκεντρωτισμό και προνομιακές θέσεις αντιπροσώπευσης στον κατακερματισμένο χώρο της κοινωνίας των πολιτών.

Οι Μ.Κ.Ο. και οι «θεσμοί αλληλεγγύης» μπορούν να βρουν έδαφος ανάπτυξης και συνεργασίας στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, γιατί η δράση τους επηρεάζει άμεσα τη θεματολογία με την οποία ασχολείται πολιτικά μια τοπική κοινωνία και επομένως επηρεάζονται έτσι και οι αποφάσεις της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, χωρίς η τελευταία ως εξουσία να δύναται να αποτρέψει τη δράση και τη σημασία των κοινωνικών πρωτοβουλιών από τις Μ.Κ.Ο.

Όταν σε ένα δήμο, για παράδειγμα, υπάρχει οικολογική δράση ή δράση κοινωνικής αλληλεγγύης, τα θέματα αυτά, που απασχολούν την τοπική κοινωνία, θα μπούν κατ’ ανάγκη κάποια στιγμή και στο Δημοτικό Συμβούλιο. Έτσι εκ των υστέρων οι Μ.Κ.Ο. εμπλουτίζουν το περιεχόμενο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και δημιουργούν κίνητρα συμμετοχής στον πολίτη.

Αυτές οι λογικές διαπιστώσεις στην πράξη θα πρέπει να οδηγήσουν ένα κόμμα που έχει ως πρόταγμά του τη συμμετοχική Δημοκρατία να δώσει περιεχόμενο στην πολιτική του, διευκολύνοντας τον πολλαπλασιασμό των συλλογικοτήτων και των νέων «θεσμών αλληλεγγύης» στα όρια της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, στην τοπική διαβούλευση και διακυβέρνηση.

Όμως πρέπει να υπάρξει προώθηση της κοινωνικής οικονομίας στο επίπεδο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε συνεργασία με τις Μ.Κ.Ο. , όπως για παράδειγμα στο πολιτιστικό και πράσινο επιχειρείν και στις υπηρεσίες κοινωνικής φροντίδας, ώστε με αυτό τον τρόπο να υπάρχει περιορισμός και μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων.

Για να ενισχύσει το ΠΑΣΟΚ αυτές τις διαδικασίες και να ενισχυθεί μέσα από αυτές ως κεντρικός πολιτικός φορέας, πρέπει να προωθήσει ένα συγκεκριμένο μοντέλο ανάπτυξης των θεσμών αλληλεγγύης και δημιουργικότητας μέσα από τις Μ.Κ.Ο. Το μοντέλο αυτό μπορεί να έχει ως μορφές οργάνωσης τις πολιτικές, οικολογικές και εν γένει τις δημιουργικές κοινότητες.

Αυτές μπορεί να είναι εθελοντικές οργανώσεις κοινωφελούς χαρακτήρα 5-10 ή και περισσοτέρων ατόμων σε κάθε χωριό, σε κάθε γειτονιά με θεματικό ή γενικότερο κοινωνικό ενδιαφέρον ελεύθερης επιλογής.

Μπορούν να ασχολούνται με θέματα κοινωνικής προστασίας ή κοινωνικής αλληλεγγύης, αλλά και να αναλαμβάνουν, όταν το επιθυμούν, πρωτοβουλίες για την επιχειρηματικότητα και την απασχόληση, όπως είναι για παράδειγμα ο οικοτουρισμός και αγροτουρισμός.

Αυτές οι κοινότητες μπορούν να χαρακτηρίζονται δημιουργικές κοινότητες ή κοινότητες αλληλεγγύης. Σε κάθε περίπτωση όμως μπορούν να δώσουν περιεκτικότητα στη συμμετοχική δημοκρατία και την τοπική Αυτοδιοίκηση.

Πέρα απ’ αυτή την προσέγγιση υπάρχουν προαπαιτούμενα για να λειτουργήσει ο εθελοντισμός ως προστιθέμενη πολιτική αξία  πέραν της διαχειριστικής λογικής  χρειάζεται να γίνει μια διάκριση σ’ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα σαν το ΠΑΣΟΚ μεταξύ των μορφών παραδοσιακού εθελοντισμού και νέων μορφών εθελοντισμού που μπορούν ν’αναπτυχθούν.

 Όπως ήδη επισημάναμε δεν είναι όλες οι Μ.Κ.Ο. εθελοντικές ούτε μη κερδοσκοπικές, αλλά υπάρχουν διάφορες μορφές υποταγμένες στο σύστημα της ολιγαρχίας του κρατισμού και των αγορών, όπως και διάφορες μορφές εθελοντισμού.

Επομένως θα πρέπει να αναζητήσουμε τα προαπαιτούμενα της εθελοντικής κουλτούρας και προφοράς όπως αρμόζει στην υπόθεση της συμμετοχικής δημοκρατίας, προαπαιτούμενα που δεν υπάρχουν αυτή την στιγμή ούτε στο κόμμα ούτε στο κράτος ούτε στην τοπική αυτοδιοίκηση.

Αυτό που συναντάμε μέχρι τώρα είναι  διαχειριστική λογική πελατειακών σχέσεων χωρίς καθαρούς κανόνες παιχνιδιού και αξιολόγησης για την κοινωνική προσφορά.

Οι πόροι μοιράζονται κατεξοχήν κατά το δοκούν στους πολιτικούς «φίλους» των ισχυρών υπουργών και ορισμένες φορές προκλητικά προς τις περιφέρειές τους. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ως υπουργός εξωτερικών ήταν μια άλλη φωτεινή διάσταση στο ρόλο των Μ.Κ.Ο. όταν ήταν υπουργός εξωτερικών, αλλά αυτό ήταν μια φωτεινή εξαίρεση στον κανόνα. Έδωσε μια προοπτική αλλά στο κόμμα , είμαστε εντελώς στην αρχή σε ό,τι αφορά τους κανόνες του παιχνιδιού.

Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι οι μεγάλες και «δικτυωμένες» Μ.Κ.Ο. με το κράτος παίρνουν τη μερίδα του λέοντος και θέλουν τη μονοπώληση των σχέσεων με το κράτος στους τομείς της οικολογίας, του πολιτισμού και της αλληλεγγύης.

 Αυτά τα φαινόμενα δε μπορούν να αγνοηθούν από την υφιστάμενη κατάσταση, όσο και αν παρατηρείται επέκταση του φαινομένου των Μ.Κ.Ο. στην Ελλάδα.

 

Ασυμβατότητες

Ο εθελοντισμός δεν αναπτύσσεται μέσα από το μοντέλο της αντιπροσώπευσης και του κρατισμού και εδώ δεν πρέπει να  ξεχνάμε ότι το 95% των στελεχών του κόμματος εξαρτώνται από το κράτος από την τοπική αυτοδιοίκηση που στην Ελλάδα λειτουργεί ως προέκταση του κράτους. Γιατί ο εθελοντής δεν αναπτύσσεται κάτω από συνθήκες συγκεντρωτισμού της εξουσίας, σφετερισμού της εκπροσώπησης και της κυριαρχίας της ολιγαρχίας των μέσων της μαζικής επικοινωνίας.

Δεν αναπτύσσεται δίχως τον αυτοπεριορισμό της ιεραρχικής δομής του κόμματος στη σχέση του με την κοινωνία. Το κίνητρο για τον εθελοντή είναι η ελεύθερη έκφραση της συλλογικής δημιουργίας. Το κόμμα θα πρέπει να προσεγγίσει με τη λογική πώς θα είναι χρήσιμο στις εθελοντικές οργανώσεις και όχι με τη λογική πώς θα τις ενσωματώσει.

Τότε μόνον θα αποκτήσει αξιοπιστία στις προθέσεις του.

Γιατί με τη λογική που λειτουργούν σήμερα τα κόμματα είναι βέβαιο πως οι εθελοντικές οργανώσεις δεν τα έχουν ανάγκη γιατί στην ουσία δεν τους προσφέρουν τίποτα εκτός αν διαχειρίζονται και μοιράζουν κρατικούς πόρους, κάτι που γίνεται επί το πλείστον χωρίς κανόνες αξιοκρατίας και προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να τις χειραγωγήσουν.

Έτσι τα κόμματα υποκρίνονται πως ενδιαφέρονται για τον εθελοντισμό και οι Μ.Κ.Ο υποκρίνονται πως υποστηρίζουν κάποιο κόμμα.

Το αποτέλεσμα είναι να υφίσταται η αμοιβαία καχυποψία και το φαινόμενο αυτό πρέπει να ξεπεραστεί.