Περισσότερα απόβλητα από ποτέ εξάγει η Ευρωπαϊκή Ένωση, για απόρριψη ή ανάκτηση, διαπιστώνει ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος (EEA) σε νέα έκθεσή του, που εξετάζει τη μετακίνηση αποβλήτων μεταξύ κρατών – μελών και την εξαγωγή τους σε τρίτες χώρες.
Οι συντάκτες της έκθεσης επισημαίνουν ότι τα φορτία αποβλήτων που διασχίζουν τα ευρωπαϊκά σύνορα είναι μεγαλύτερα από ποτέ εξαιτίας δύο βασικών παραγόντων. Ο πρώτος είναι η «όλο και αυστηρότερη και εναρμονισμένη πολιτική της ΕΕ» που «απαιτεί από τα κράτη να βρίσκουν νέες προσεγγίσεις διαχείρισης αποβλήτων», όπως είναι η εκτροπή «μεγάλων ποσοτήτων αποβλήτων από τους ΧΥΤΑ στην ανακύκλωση».
Ο δεύτερος παράγοντας είναι «η αυξανόμενη ζήτηση για ανακυκλώσιμα υλικά, εντός και εκτός ΕΕ», η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι «οι πόροι έχουν γίνει ακριβότεροι».
Σύμφωνα με την αξιολόγηση, το διάστημα 1999 – 2011 οι εξαγωγές σιδήρου, χάλυβα, χαλκού, αλουμινίου και νικελίου από τα κράτη μέλη διπλασιάστηκαν. Η εξαγωγή πολύτιμων μετάλλων και πλαστικών απορριμμάτων τριπλασιάστηκε και πενταπλασιάστηκε, αντίστοιχα.
Ωστόσο, την περίοδο 2000-2009, υπερδιπλασιάστηκε και η εξαγωγή επικίνδυνων – δυνητικά τοξικών, εκρηκτικών, εύφλεκτων – αποβλήτων. Αν και είναι παράνομη η αποστολή επικίνδυνων αποβλήτων από κράτη – μέλη της ΕΕ προς χώρες που δεν είναι μέλη του ΟΟΣΑ, κάθε χρόνο 250.000 – 1,3 εκ. τόνοι χρησιμοποιημένων ηλεκτρικών προϊόντων καταλήγουν στην Ασία και στη Δυτική Αφρική – και η τάση, σύμφωνα με τον EEA, είναι αυξητική.
«Οι ευρωπαϊκές χώρες εξάγουν περισσότερα απόβλητα από ποτέ… Το εμπόριο αποβλήτων που δεν είναι επικίνδυνα μπορεί να θεωρηθεί σε γενικές γραμμές θετικό, καθώς το υλικό μεταφέρεται συχνά σε μέρη, όπου μπορεί να αξιοποιηθεί καλύτερα», δήλωσε η εκτελεστική διευθύντρια του οργανισμού Τζάκλιν Μαγκλέιντ. «Θα πρέπει όμως να βλέπουμε και τη μεγάλη εικόνα: σε έναν κόσμο, όπου οι πόροι περιορίζονται όλο και περισσότερο, η Ευρώπη θα πρέπει να μειώσει δραστικά την ποσότητα αποβλήτων που παράγει».
Οι συντάκτες τέλος προτείνουν την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και επιχειρηματικών μοντέλων που παράγουν λιγότερα απόβλητα – επικίνδυνα και μη – καθώς και την ενίσχυση των προσπαθειών ώστε η ΕΕ να μεγιστοποιήσει την αποδοτικότητα των πόρων που έχει στη διάθεσή της.