Γράφει η Αθανασία Φουσέκη,
Ψυχολόγος
Είναι η φτώχεια, η δυστυχία που οδηγεί στο αδιέξοδο και το τέλος ή το έναυσμα για μία ουσιαστική προς το βέλτιστο αλλαγή; Είναι αυτό που εμείς διαμορφώνουμε ή είναι αυτό που μας διαμορφώνει; Είναι χειρότερο κανείς να γεννιέται ή να πεθαίνει φτωχός; Κι όταν λέμε φτώχεια, εννοούμε οικονομική ή πνευματική/ψυχολογική; Ή μήπως και τα δύο; Η φτώχεια είναι ένα πολυδιάστατο και πολυπαραγοντικό κοινωνικό φαινόμενο και έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται στην προσπάθεια προσέγγισης της.
Η πλειοψηφία των ορισμών που δίνονται για τη φτώχεια δίνουν προτεραιότητα στο οικονομικό μέρος της, δηλαδή ότι πρόκειται για την οικονομική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη επαρκών πόρων για την ικανοποίηση βασικών ανθρώπινων αναγκών και η αδυναμία απόκτησης ενός αξιοπρεπούς τρόπου ζωής. Πιο συγκεκριμένα, η φτώχεια ορίζεται σε σχέση με το μέσο εισόδημα της χώρας. Έτσι, το όριο της φτώχειας ορίζεται στο 60% του μέσου εισοδήματος. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι που έχουν εισόδημα λιγότερο από το 60% του μέσου εισοδήματος της χώρας τους κινδυνεύουν να ανήκουν στην κατηγορία των φτωχών ή/και κοινωνικά αποκλεισμένων. Παράλληλα, η φτώχεια συμβαδίζει με το κοινωνικό αποκλεισμό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι νομοτελειακά το ένα οδηγεί στο άλλο. Δηλαδή είναι πιθανό να είναι κάποιος φτωχός αλλά κοινωνικά ενσωματωμένος, όπως και να είναι κάποιος κοινωνικά αποκλεισμένος χωρίς να είναι φτωχός. Παρόλα αυτά οι δύο αυτές έννοιες είναι συμπληρωματικές, καθώς μαζί περιγράφουν τις αιτίες και τα αποτελέσματα της περιθωριοποίησης. Η φτώχεια σημαίνει στέρηση ή απώλεια και ενέχει θλίψη, πόνο, θυμό και αίσθημα ανημποριάς. Στην Ελλάδα η φτώχεια, η ανεργία και η απελπισία που τις συνοδεύει έχουν αυξήσει ραγδαία τη ψυχιατρική νοσηρότητα με εκδηλώσεις κατάθλιψης αλλά και τάσεων αυτοκτονίας. Μια κατάσταση που δεν οφείλεται τόσο στη στέρηση χρημάτων όσο στη στέρηση των ελπίδων για την ύπαρξη εναλλακτικών και ευκαιριών στα πλαίσια μιας λογικής απελπισίας που επιβάλλεται από παντού. Το άτομο έρχεται αντιμέτωπο με το φόβο και το σοκ της απώλειας ελέγχου του εαυτού και αναπτύσσει μια επίκτητη αίσθηση αδυναμίας υιοθετώντας παθητική στάση στα πράγματα που το περιβάλλουν. Η πεποίθηση πως δεν υπάρχει διέξοδος και πως η αποτυχία είναι δεδομένη ακόμα κι αν στη πραγματικότητα ένα επιτυχές αποτέλεσμα είναι πραγματοποιήσιμο και εφικτό, δημιουργεί ένα περιβάλλον στο οποίο τα άτομα υπαγορεύονται από έλλειψη πίστης κι εμπιστοσύνης στις ικανότητες και στις δυνάμεις τους. Αυτό από τη μία μπορεί να αποτελέσει τον πρόδρομο για ανάπτυξη ψυχοπαθολογίας, ενώ από την άλλη επισφραγίζει τη συνέχιση της φτώχειας. Είμαστε περισσότερο εξοικειωμένοι με τη «ψυχολογία της φτώχειας» παρά με τη «ψυχολογία της αφθονίας», μέσα από την απρόσεκτη και ακατάλληλα στάση μας απέναντι στο χρήμα και την κακή διαχείριση του, από την περιφρόνηση του πλούτου και την επιθετικότητα σε αυτούς που τον διαθέτουν, κάτι που μας οδηγεί αναπόφευκτα στο να επιλέγουμε αυτό που μας είναι περισσότερο οικείο, ακόμα και αν ουσιαστικά δεν μας ωφελεί ή δε μας συμφέρει. Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο της «ψυχολογίας της φτώχειας». Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι ερευνητές του πανεπιστημίου της Βρετανικής Κολομβίας στο Βανκούβερ διαπίστωσαν ότι υπάρχει μια «βιολογία της δυστυχίας» στους ενήλικους εκείνους που έζησαν φτωχικά παιδικά χρόνια, ιδίως πριν την ηλικία των πέντε ετών. Συγκεκριμένα, ανέφεραν ότι οι οικονομικές συνθήκες στην πρώιμη παιδική ηλικία, κατά την οποία διαμορφώνεται η αρχιτεκτονική του εγκεφάλου που καθορίζει την μελλοντική νοητική, κοινωνική και συναισθηματική ευημερία των παιδιών, έχουν πολύ μεγάλη σημασία για την κατοπινή επιτυχία στην αγορά εργασίας. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι τα φτωχά παιδιά έκαναν τουλάχιστον δύο λιγότερα χρόνια εκπαίδευσης, εργάζονταν 451 ώρες λιγότερες μέσα στον χρόνο και έβγαζαν ως ενήλικοι λιγότερα από τα μισά σε σχέση με τους συνομηλίκους τους που ως παιδιά δεν είχαν γνωρίσει οικονομικά προβλήματα. Είχαν επίσης υπερδιπλάσια πιθανότητα να εμφανίσουν κάποιο πρόβλημα υγείας, είχαν σαφώς μεγαλύτερο άγχος και ακόμα είχαν, κατά μέσο όρο, μεγαλύτερο βάρος. Τέλος, είχαν διπλάσια πιθανότητα να συλληφθούν για κάποιο αδίκημα.
Πολλά είναι εκείνα που συμβάλλουν στη προέλευση της φτώχειας, από τις ιστορικές αιτίες, όπως η αποικιοκρατία, η σκλαβιά, ο πόλεμος, η κατάκτηση, μέχρι τους κοινωνικούς λόγους της υψηλής ανεργίας και των χαμηλών μισθών/συντάξεων δυσανάλογων με το κόστος της καθημερινής ζωής. Ωστόσο, αναδεικνύεται ωφελιμότερο για την αντιμετώπιση της φτώχειας, να δοθεί περισσότερη έμφαση όχι τόσο στις αιτίες που την προκαλούν, όσο στους παράγοντες εκείνους που συμβάλλουν στη διατήρηση και διαιώνισή της, ώστε ο φαύλος κύκλος της να συνεχίζεται. Η αυτολύπηση και η τάση σύγκρισης του εαυτού με τους άλλους, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη τα ατομικά μας χαρακτηριστικά και τις ιδιαίτερες ανάγκες και δεξιότητες μας, είναι ένας σίγουρος τρόπος να εξασφαλίσουμε χαμηλούς μισθούς και χαμηλή ποιότητα ζωής. Επίσης, η επιλογή μιας απασχόλησης που δεν απολαμβάνουμε και δεν μας εκφράζει, γίνεται μια μισητή ρουτίνα και είναι εξ αρχής καταδικασμένη σε αποτυχία. Η απληστία καθώς και τα αδικαιολόγητα για το πορτοφόλι έξοδα, όπως δάνεια για αγορές, δάνεια για τα δάνεια κλπ απλά κοστίζουν ακριβά και καθηλώνουν σε χρέη και φτώχεια. Η τάση να μετριέται η επιτυχία με το χρήμα καθώς επίσης και η επιθυμία να έχω άμεσα όφελος, χωρίς να υπολογίζω τις μελλοντικές προοπτικές είναι μία ακόμα συνήθεια που μπορεί να οδηγήσει στη φτώχεια. Η αμάθεια με την έννοια της έλλειψης πληροφόρησης ή γνώσης, η απάθεια με την αίσθηση αδυναμίας και κατωτερότητας, η παθητικότητα με την χαμηλή διεκδικητικότητα και επενέργεια στο περιβάλλον και η ανικανότητα να λέμε «όχι» είναι ένας ακόμη συμβάλλων παράγοντας διατήρησης της φτώχειας. Δεν θα πρέπει φυσικά να παραλείψουμε τον παράγοντα της ασθένειας, που σημαίνει συστηματική αποχή από την εργασία οδηγώντας αναπόφευκτα σε χαμηλή παραγωγικότητα και λιγότερο πλούτο, καθώς επίσης ούτε τον παράγοντα της ανεντιμότητας προσώπων εμπιστοσύνης και ισχύος, στις τσέπες των οποίων ουκ ολίγες φορές εκτρέπονται πόροι, που προορίζονταν για το «κοινό καλό». Μεταξύ των παραγόντων της φτώχειας αυτό που ανησυχεί περισσότερο από όλα είναι το σύνδρομο «εξάρτησης από την πρόνοια» και τη βοήθεια του «άλλου». Αυτός ο ετεροπροσδιορισμός, κατά τον οποίο περιμένουμε από τον άλλον περισσότερα από ό, τι από τον εαυτό μας, αντιμετωπίζεται από τους περισσότερους με καχυποψία, θεωρώντας τους φτωχούς υπεύθυνους για τη φτώχεια τους και ότι ζουν βολεμένοι με «έξοδα του δημοσίου». Είναι επίσης και μία συνθήκη που ίσως για τους ίδιους να διαιωνίζει την παθητικότητα τους και έτσι την αδυναμία κινητοποίησης για την επίτευξη της προς συμφέρον τους αλλαγής.
Οι περισσότεροι άνθρωποι που έχουν αποτύχει να ξεφύγουν από τη φτώχεια τους, είναι γιατί δεν είναι έτοιμοι να αναγνωρίσουν στη ζωή τους την ύπαρξη των παραπάνω παραγόντων που συμβάλλουν στη διατήρηση της φτώχειας τους, δείχνουν απροθυμία στην αντιμετώπισή της. Παράλληλα, προτιμούν να απαλύνουν τον πόνο τους με εκλογικευτικούς μύθους και υποθετικές σκέψεις του τύπου, αν ζούσα σε πλούσια χώρα, θα ήμουν κι εγώ πλούσιος, αν οι γονείς μου ήταν πλούσιοι, θα ήμουν τώρα κι εγώ, αν ήμουν τυχερός και βρισκόμουν στη σωστή θέση τη κατάλληλη στιγμή, τώρα θα ήμουν επιτυχημένος, αν με είχε εκτιμήσει ο εργοδότης μου, το κράτος μου κλπ τώρα θα ήμουν ευκατάστατος, αν δουλέψω σκληρά, θα γίνω πλούσιος. Στη πραγματικότητα, η πρακτική έχει δείξει ότι τα πιο σκληρά εργαζόμενα στρώματα είναι τα φτωχότερα. Επίσης, δεν υπάρχει καμία χώρα που να παράγει πλουσίους και δεν είναι λίγα τα παραδείγματα εκείνων που ορθοπόδησαν, παρόλο που προέρχονταν από φτωχό οικογενειακό περιβάλλον. Από την άλλη, η επιτυχία δεν είναι αποτέλεσμα τύχης αλλά μια σταδιακή, βήμα προς βήμα προσπάθεια προς αυτήν, ενώ κάθε άνθρωπος έχει την ευθύνη για την επιτυχία του και την ανάδειξη των ικανοτήτων του.
Η φτώχεια αποκτά «προστιθέμενη αξία», κάθε φορά που δίνουμε «υπεραξία» στο χρήμα. Δηλαδή, όταν νοηματοδοτούμε το χρήμα ως δύναμη, ως ελευθερία και ανεξαρτησία και πιστεύουμε ότι είναι το απαραίτητο συστατικό για να νιώθουμε καλά και ευτυχισμένοι, η ιδέα και μόνο της απώλειας του, έχει καταστροφικές συνέπειες στη ψυχή και το σώμα μας. Δίνεται υπερβολική έμφαση στο να «έχω» παρά στο να «είμαι».
Συνήθως οι άνθρωποι «κερδίζουν» τόσα, όσα πιστεύουν ότι αξίζουν. Είναι απαραίτητο να σταματήσουμε την αυτολύπηση και να βοηθήσουμε τον εαυτό μας να κινητοποιηθεί και να αναγνωρίσει την αξία του μακριά από μύθους και φαντασιώσεις. Κι αν δεν μπορούμε να το καταφέρουμε μόνοι μας, ας απευθυνθούμε σε οποιονδήποτε μπορεί να μας εμψυχώσει, ώστε να αναλάβουμε δράση και να ενεργοποιηθούμε. Μπορούμε να ξεφύγουμε από την «ψυχολογία της φτώχειας» μόνο αν επιλέξουμε την κατεύθυνση της εσωτερικής ανάτασης ακολουθώντας την οδό της ειλικρινούς προσφοράς, η οποία με τη σειρά της θα φέρει νέες ιδέες, νέες προσεγγίσεις και ακολούθως νέες ευκαιρίες. Το αποτέλεσμα θα είναι να δημιουργηθεί ένας νέος φαύλος κύκλος, αλλά αυτή τη φορά θα είναι κύκλος ευεξίας, αφθονίας και αξιοπρεπούς ζωής.
Ας μη ξεχνάμε ότι μία τέτοια αλλαγή δεν είναι μια απλή διαδικασία αλλά ενέχει κόπο, καθώς είναι ανάγκη να ξεριζωθεί από μέσα μας καθετί που μας κρατά στάσιμους και στο περιθώριο. Όμως η πιο σκοτεινή ώρα είναι αυτή πριν την ανατολή. Αξίζει όμως η προσπάθεια, παρόλα τα εμπόδια που θα συναντήσουμε στη πορεία μας. Αυτό που κάνει μία μύγα να πετάει γρηγορότερα από έναν αετό είναι η μικρότερη αντίσταση που δέχεται απ τον αέρα. Αλλά αν ο αέρας δεν υπήρχε, ο αετός δεν θα μπορούσε να πετάξει. Συμπερασματικά, αυτό που εμποδίζει την «πτήση μας», είναι αναπόφευκτο αλλά και αναγκαίο για την πραγματοποίηση της. Δεδομένου ότι τα προβλήματα είναι αναπόφευκτα, η ικανότητα για την επίλυσή τους θα είναι πάντα σε ζήτηση και θα οδηγεί σίγουρα το πρόσωπο που κατέχει μια τέτοια πολύτιμη δεξιότητα στην επιτυχία. Από μέρος του προβλήματος, ας γίνουμε μέρος της επίλυσής του..